вдалеке, вдалиπόρρω; ἑκάς; τῆλε; вдалеке, вдали от τῆλε (+ gen.); ἄτερ (+ gen.); ἑκάς (+ gen.).
вдальπόρρω.
вдвоеδιπλόος; δίς.
вдоваχήρα ἡ.
вдовецχῆρος ὁ.
вдовольἄδην.
вдольδιά (+ acc.); κατά (+ acc.); παρά (+ gen.).
вдохἀναπνοή ἡ.
вдохновениеἐπίπνοια ἡ; ἐνϑουσιάσις, εως ἡ.
вдохновенныйἔνϑεος 2; ἐνϑουσιαστικός 3.
вдохновить, вдохновлятьἐπιπνέω; βακχεύω.
вдохнутьἀναπνέω.
вдругἄφνω; ἐξαίφνης; παραυτά.
вдыхатьсм. вдохнуть.
ведатьἄρχω; κυβερνάω ( заведовать ); ἐπίσταμαι; νοέω; οἶδα ( знать ).
ведомствоἀρχεῖον τό.
ведроἄγγος, εος τό; ὑδρεῖον τό.
ведьγάρ; μήν.
ведьмаφαρμακίς, ίδος ἡ.
веерῥιπίς, ίδος и ῖδος ἡ.
вежливоἀστείως.
вежливостьχάρις, ιτος ἡ; φιλανϑρωπία ἡ.
вежливыйἀστεῖος 3 и 2; χαρίεις, ίεσσα, ίεν; φιλάνϑρωπος 2.
вездеπανταχοῦ; πάντη.
везтиI ( возить ) πορεύω.
везтиII ( удаваться ) εὐτυχέω.
векἑκατὸν ἔτη τά ( столетие ); αἰών, ῶνος ὁ ( эпоха ).
векоβλέφαρον τό.
велетьκελεύω; ἐπιτάττω; ἐπιτέλλω; παρακελεύω; προστάττω.
великанγίγας, αντος ὁ.
великийμέγας, μεγάλη, μέγα.
великодушиеγενναιότης, ητος ἡ; μεγαλοφροσύνη ἡ; μεγαλοψυχία ἡ.
великодушноγενναίως.
великодушныйγενναῖος 3 и 2; μεγαλόφρων 2; μεγαλόψυχος 2.
великолепиеλαμπρότης, ητος ἡ; σεμνότης, ητος ἡ.
великолепноλαμπρῶς.
великолепныйλαμπρός 3; σεμνός 3.
величайшийπλεῖστος 3; ὑπέρτατος 3.
величественныйμεγαλεῖος 3; σεμνός 3.
величинаμέγεϑος, εος; ὄγκος ὁ τό.
венаφλέψ, φλεβός ἡ.
венецστεφάνη ἡ; στέφανος ὁ.
веникσάρος ὁ.
венокστέμμα, ατος τό; στέφανος ὁ.
вераπίστις, εως ἡ.
верандаπρόϑυρον τό.
верблюдκάμηλος ὁ и ἡ.
вербоватьκαταλέγω; συλλέγω.
верёвкаκάλως, ω ὁ; καλώδιον τό; σειρά ἡ; σχοῖνος ὁ.
верескἐρείκη ἡ; ἐρίκη ἡ.
веретеноἄτρακτος ὁ.
веритьπιστεύω.
верноὀρϑῶς; ἀληϑῶς; ἀτρεκῶς.
верностьπίστις, εως ἡ.
вернутьἀποδίδωμι; ἀποκαϑίστημι; ἀποπέμπω; -сяἄνειμι; ἀπέρχομαι; ἐπάνειμι; ἐπανέρχομαι; παλινδρομέω.
верныйἀληϑινός 3 ( истинный ), πιστός 3; ἀσφαλής 2; νημερτής 2 ( надежный ).
вероисповеданиеϑεῖα τά; ϑεῶν ϑεραπεία ἡ.
вероломныйπαράσπονδος 2.
вероломствоπαρασπόνδημα, ατος τό.
вероятноτάχα; ἴσως; εἰκότως.
вероятностьεἰκός, ότος τό.
вероятныйεὔλογος 2; ἐπίδοξος 2.
вертелὀβελός ὁ, us n .
вертетьδινέω; στρέφω; κυκλέω; ἑλίσσω; τρέπω; ὑποστρέφω; -сяστρέφομαι; ἑλίσσομαι.
вертикальныйὀρϑός 3.
верующийϑεοσεβής 2; εὐσεβής 2.
верфьνεώριον τό.
верхἄκρα ἡ; ἄκρον τό.
верхнийὑπέρτερος 3; μετέωρος 2.
верхом: ездить верхомἱππεύω; ἱππάζομαι.
вершинаἄκρα ἡ; ἀκρωτήριον τό; κορυφή ἡ; ὕψος, εος τό; ὕψωμα, ατος τό.
весβάρος, εος τό.
веселитьεὐφραίνω; -сяεὐϑυμέομαι; γάνυμαι; γελάω.
веселоἱλαρῶς; εὐϑύμως; ἡδέως.
веселыйἱλαρός 3; εὔϑυμος 2; εὔφρων 2; γαῦρος 2.
весельеἱλαρία ἡ; εὐϑυμία ἡ; εὐφροσύνη ἡ.
весеннийἐαρινός 3.
веситьσταϑμόν ἔχω ( иметь вес ); ἵσταμαι ( взвешивать ).
вескийἀξιόλογος 2; διάφορος 2.
веслоκώπη ἡ; ἐρετμόν τό.
веснаἔαρ, ἔαρος τό.
веснойἔαρος; ἔαρι.
веснушкаἐφηλίς, ίδος ἡ.
вестиἄγω; ἐπάγω; φέρω; вести себяέχω; παρέχω.
вестибюльπρόϑυρον τό.
вестникἄγγελος ὁ.
вестьἀγγελία ἡ; ἄγγελμα, ατος τό.
весыζυγός ὁ; σταϑμός ὁ; τρυτάνη ἡ.
весьἅπας, ἅπασα, ἅπαν, e; πᾶς, πᾶσα, πᾶν; ὅλος 3 ( целый ).
весьмаἄγαν; λίαν; μάλα; μέγα; μέγιστον; πολύ.
ветвьκλάδος ὁ; φυλλάς, άδος ἡ; ὄζος ὁ; κλών, ωνός ὁ.
ветерἄνεμος ὁ; πνεῦμα, ατος τό; πνοή ἡ.
ветеранἔμπειρος ὁ.
Читать дальше