брезгливыйὀκνηρός 3.
брезговатьὀκνέω.
бремяἄχϑος, εος τό; ζυγόν τό.
британецΒρεττανικός, οῦ ὁ.
британскийΒρεττανικός 3.
бритваξυρόν τό; μαχαιρίς, ίδος ἡ.
бритьξυρέω; ψιλόω.
бровьὀφρύς, ύος ἡ.
бродπόρος ὁ; διάβασις, εως ἡ.
бродитьI ( странствовать ) πλανάομαι; κυλίνδομαι; ἀλαίνω; περιπολέω.
бродитьII ( о вине, пиве ) ζυμόομαι.
бродягаἀγύρης, ου ὁ; πτωχός ὁ.
бродячийπλανητός 3.
бронзаχαλκός ὁ.
бронзовыйχάλκεος 3.
броняϑώραξ, ακος ὁ.
бросатьβάλλω; ῥίπτω; ἀφίημι; - сяπίπτω; ἔπειμι; ἐνάλλομαι; ἐπισεύω; ϑύνω; ὁρμάω.
бросокβολή ἡ; ῥιπή ἡ ( натиск ).
брусδοκός ἡ.
брызгать, брызнутьῥαίνω.
брюкваβουνιάς, άδος ἡ.
брюкиϑύλακοι οἱ; ἀναξυρίδες, ων αἱ.
брюхоγαστήρ, τρός ἡ.
бубенτύμπανον τό.
бугорγουνός ὁ.
будитьἐγείρω; ἐξεγείρω.
будкаσκηνή ἡ.
будтоὡς; ὥσπερ; ὅπως.
будущееμέλλον, οντος τό.
будущийμέλλων, ον.
бузинаἀκτέα ἡ.
буйволβούβαλος ὁ.
букφηγός ἡ.
букваγράμμα, ατος τό.
буквальноἀκριβῶς.
буквальныйἀκριβής 2.
булаваκορύνη ἡ; ῥόπαλον τό; σκυτάλη ἡ.
булавкаπερόνη ἡ; πόρπη ἡ.
булочнаяἀρτοπώλιον τό.
булочникἀρτοκόπος ὁ; σιτοποιός ὁ.
бульонζωμός ὁ.
булыжникλίϑος ὁ.
бумагаχάρτης, ου ὁ.
бумажныйχάρτινος 3.
бунтστάσις, εως ἡ; στασιασμός ὁ.
бунтоватьστασιάζω.
бунтовщикστασιάζων, οντος ὁ.
буравτέρετρον τό; τρύπανον τό.
бурдюкἀσκός ὁ.
бурлитьζέω; καχλάζω.
бурноσφόδρα.
бурныйλάβρος 3; χειμέριος 3 и 2; σφοδρός 3.
бурыйκνηκός 3.
буряἄελλα ἡ; αἰγίς, ίδος ὁ; ζάλη ἡ; ϑύελλα ἡ ( сильная ).
бутонκάλυξ, υκος ἡ.
бутылкаλήκυϑος ἡ; λάγυνος ὁ.
бухгалтерλογιστής, οῦ ὁ.
бухтаκόλπος ὁ.
быпереводится формами конъюнктива и оптатива; я сказал быλέξω; его воспитали быπαιδεύηται.
быватьεἰμί ( находиться ); visito 1 ( посещать ); ὑπάρχω ( случаться ).
быкβοῦς, βοός ὁ; ταῦρος ὁ.
быстроταχέως; ταχύ.
быстротаτάχος, εος τό; ταχυτής, ῆτος ἡ; ὀξύτης, ητος ἡ.
быстрыйταχύς, εῖα, ύ; ὀξύς, εῖα, ύ; ὠκύς, ὠκεῖα, ὠκύ.
бытβίος ὁ.
бытиеοὐσία ἡ; ὕπαρξις, εως ἡ.
бытьεἰμί; ὑπάρχω.
бюстἑρμῆς, οῦ ὁ.
в εἰς (+ acc.) ( о направлении ); ἐν (+ dat.) ( о месте ); переводится формами abl. без предлога ( о времени ).
важноμέγιστον.
важностьσεμνόν τό; σεμνότης, ητος ἡ.
важныйσεμνός 3; δεινός 3; μέγας, μεγάλη, μέγα.
вазаκάδος ὁ; ὀλκίον τό.
вакантныйκενός 3.
валI ( насыпь ) ἀναβολή ἡ ( земляной ); τεῖχος, εος τό; φράγμα, ατος τό ( с частоколом ).
валII ( волна ) κῦμα, ατος τό.
валикκύλινδρος ὁ; τροχιλία ἡ.
валяльщикκναφεύς, έως ὁ.
валятьI ( шерсть )κνάπτω; πιλέω.
валятьII ( катать ) κυλινδέω; - сяκυλινδέομαι.
ваннаσκάφη ἡ; πύελος ἡ.
варварβάρβαρος ὁ.
варварскийβάρβαρος 2; βαρβαρικός 3.
варёныйἐφϑός 3.
варить ἕψω.
вассалὕπαρχος ὁ; ὑπήκοος ὁ.
вашὑμέτερος 3.
ваяниеἀνδριαντοποιία ἡ.
ваятельἀγαλματοποιός ὁ; ἀνδριαντοποιός ὁ.
ваятьγλύφω.
вбегать, вбежатьεἰστρέχω.
вбивать, вбитьἐμπήγνυμι; καταπήγνυμι.
вблизиἀγχοῦ (+ gen., acc.); ἐγγύς (+ gen.); σχεδόν (+ gen., dat.).
вбрасывать, вброситьἐμβάλλω; εἰσβάλλω.
введениеεἰσαγωγή ἡ; προοίμιον τό ( вступление ).
ввезтиεἰσάγω; εἰσκομίζω.
вверхἄνω; ἄρδην; ὕψι.
вверхуὕπερϑε (ν); ὕψι.
ввести, вводитьεἰσάγω; παράγω; ἐναρμόζω.
ввозεἰσαγωγή ἡ.
ввозитьсм. ввезти.
вдавить, вдавливатьϑλίβω; σφίγγω.
Читать дальше