блаженствоμακαρία ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
бледнетьὠχριάω.
бледностьὠχρότης, ήτος ἡ.
бледныйὠχρός 3.
блескλαμπρότης, ητος ἡ; εὐπρέπεια ἡ; μεγαλοπρέπεια ἡ ( великолепие ).
блестетьλάμπω; στίλβω.
блестящийλαμπρός 3; φαεινός 3; φαιδρός 3; εὐπρεπής 2; μεγαλοπρεπής 2 ( великолепный ).
блеятьβληχάομαι; μηκάομαι.
ближайшийπλησιόχωρος 2; πλησιαίτατος 3
близкийπλησίος 3.
близкоἄγχι; σχεδόν.
близнецδίδυμος ὁ.
близостьἀγχιστεία ἡ.
блок( механизм ) τροχιλία ἡ.
блохаψύλλα ἡ.
блудницаπόρνη ἡ.
блуждатьπλανάομαι; περιπολέω.
блюдоδίσκος ὁ; τρύβλιον (τρυβλίον) τό; λεκάνιον τό.
блюдцеλεκάνιον τό.
блюстиφυλάττω; τηρέω.
бобκύαμος ὁ.
бобрκάστωρ, ορος.
богϑεός ὁ; δαίμων, ονος ὁ.
богатствоπλοῦτος ὁ; εὐπορία ἡ.
богатыйπλούσιος 3; εὔπορος 2; быть богатымπλουτέω.
богатырьἥρως, ἥρωος ὁ.
богиняϑεά ἡ.
богословθεολόγος ὁ.
богословиеθεολογία ἡ.
бодатьκυρίσσω.
бодроεὐϑύμως.
бодростьεὐψυχία ἡ; εὐϑυμία ἡ.
бодрствоватьἀγρυπνέω.
бодрыйεὔψυχος 2; εὔϑυμος 2.
боецστρατιώτης, ου ὁ; μαχητής, οῦ ὁ ( воин ); πύκτης, ου ὁ; πυγμάχος ὁ ( кулачный ).
божественностьϑειότης, ητος ἡ.
божественныйϑεῖος 3.
божествоδαιμόνιον τό; ϑεῖον τό.
бойμάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
бойкийϑρασύς, εῖα, ύ.
бокπλευρά ἡ; πλευρόν τό; λαγών, όνος ὁ.
бокалκύλιξ, ικος ἡ.
боковойπλάγιος 3.
болееμᾶλλον; переводится формами сравнительной степени; более страшныйδεινότερος 3; более красивыйκαλλίων 2; более плохойκακίων 2; тем болееμάλα; μάλιστα.
болезненныйνοσηματικός 3; ἀλγεινός 3; ἄρρωστος 2.
болезньνόσος ἡ; νόσημα, ατος τό.
болетьνοσέω; ἀσϑενόω ( о человеке ); ἀλγέω ( о теле, части тела ).
болотныйλιμναῖος 3.
болотоλίμνη ἡ; ἕλος, εος τό; τέλμα, ατος τό.
болтκλείς, κλειδός ἡ.
болтатьI ( взбалтывать ) κινέω.
болтатьII ( говорить ) λαλέω; διαλέγομαι; εὐρεσιλογέω; κωτίλλω.
болтливыйκωτίλος 3; λάλος 3.
болтовняλάλημα, ατος τό; λαλιά ἡ; φλυαρία ἡ.
больἄλγος, εος τό; ἄλγημα, ατος τό.
больницаἰατρεῖον τό.
больнойνοσερός 3; νοσηματικός 3.
большеμᾶλλον; μειζόνως; больше всегоμάλιστα; πλεῖστον.
большойμέγας, μεγάλη, μέγα; μακρός 3.
борецἀϑλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ.
бормотатьϑρυλέω.
бородаπώγων, ωνος ὁ; γενειάς, άδος ἡ.
бородатыйγενειήτης, ου.
бороздаἅλοξ, οκος ἡ; αὖλαξ, ακος ἡ; ὄγμος ὁ.
бороздитьχαράσσω.
боронаἄροτρον τό.
боронитьἀρόω.
боротьсяἀγωνίζομαι; ἀϑλέω; δηριάω; παλαίω.
бортτοῖχος ὁ.
борьбаἀγών, ῶνος ὁ; ἆϑλος ὁ; πάλαισμα, ατος τό.
босойἀνυπόδητος 2.
ботинокἀρβύλη ἡ; κόϑορνος ὁ.
бочкаπίϑος ὁ; πιϑάκνη ἡ.
бочонокπιϑάκνη ἡ.
боязливыйδειλός 3.
боязньφόβος ὁ; δεῖμα, ατος τό; δέος, ους τό.
боятьсяφοβέομαι; σεβάζομαι; δείδω; δειμαίνω; ἀποδειλιάω.
бравоεὖγε.
брагаμέϑυ, υος τό.
бракγάμος ὁ.
бракосочетаниеὑμέναιος ὁ.
бранитьὀνειδίζω; ἐπιπλήσσω; λοιδορέω; μέμφομαι.
бранныйβλάσφημος 2; λοίδορος 2.
браньλοιδορία ἡ; λοιδόρημα, ατος τό.
браслетἕλιξ, ικος ἡ; ψέλιον τό.
братἀδελφός ὁ m ; двоюродный братἀνεψιός ὁ; αὐτανέψιος ὁ.
братскийἀδελφικός 3; ἀδελφός 3.
братствоἀδελφότης, ητος ἡ.
братьλαμβάνω; αἱρέω; брать взаймыδανείζομαι; -сяἐγχειρέω; ἐπιχειρέω ( предпринимать ); λαμβάνομαι.
брачныйγαμήλιος νυμφεῖος 3 и 2; брачные ложеϑάλαμος ὁ.
бревноδοκός ἡ; ξύλον τό.
бредπαράνοια ἡ; μανία ἡ.
бредитьπαρανοέω; λυσσάω; μαίνομαι.
Читать дальше