беспечноἀμελῶς.
беспечностьἀμέλεια ἡ; ἀκηδία ἡ; ῥᾴϑυμμία ἡ.
беспечныйἀμελής 2; ἀκηδής 2; ῥᾴϑυμος 2.
бесплатноἁμισϑί; προῖκα; δωρεάν.
бесплатныйἄμισϑος 2.
бесплодиеἀκαρπία ἡ.
бесплодныйἄκαρπος 2.
бесплотныйἀσώματος 2.
беспокоитьλυπέω; κήδω; ταράττω; ὀχλέω.
беспокойныйταραχώδης 2.
беспокойствоταραχή ἡ; τάραγμα, ατος τό.
бесполезноἀχρήστως; ἀλυσιτελῶς; ματαίως.
бесполезныйἄχρηστος 2; ἅπρακτος 2; ἀλυσιτελής 2; ματαίος 3 и 2.
беспомощностьἀπορία ἡ; ἀδυναμία ἡ.
беспомощныйἀπορος 2; ἀδύνατος 2.
беспорядокἀταξία ἡ; ἀκοσμία ἡ.
беспорядочноἀφειδῶς.
беспорядочныйἄτακτος 2; ἄκριτος 2.
беспощадноπικρῶς; σχετλίος.
беспощадностьπικρότης, ητος ἡ; ἀφειδία ἡ.
беспощадныйπικρός 3; σχέτλιος 3 и 2; ἀφειδής 2.
беспристрастныйἀδέκαστος 2.
бессилиеἀδυναμία ἡ; ἀσϑένεια ἡ.
бессильныйἀδύνατος 2; ἀσϑενής, 2.
бесславиеδύσκλεια ἡ.
бесславныйδυσκλεής 2.
бессловесныйἄλογος 2.
бессмертиеἀϑανασία ἡ.
бессмертныйἀϑάνατος 2.
бессовестноἀναιδῶς; ἀναισχύντως.
бессовестностьἀναίδεια ἡ; ἀναισχυντία ἡ.
бессовестныйἀναιδής 2; ἀναίσχυντος 2.
бессонницаἀγρυπνία ἡ; ἀϋπνία.
бессонныйἄγρυπνος 2.
бесспорноἀναμφισβητήτως.
бесспорныйἀναμφισβήτητος 2; ἀνέλεγκτος 2.
бесстрастныйἥσυχος 2.
бесстрашиеἀφοβία ἡ.
бесстрашныйἄφοβος 2; ἀδεής; ἀτάρβητος 2; ἄτρομος 2.
бесстыдныйἀναιδής 2; ἀναίσχυντος 2.
бесстыдствоἀναίδεια ἡ; ἀναισχυντία ἡ.
бестелесныйἀσώματος 2.
бесформенностьἀμορφία ἡ
бесформенныйἄμορφος 2.
бесценныйπολύτιμος 2.
бесчеловечностьμισανϑρωπία ἡ.
бесчеловечныйμισάνϑρωοπος 2.
бесчеститьαἰσχύνω; ἀτιμάζω.
бесчестныйἄτιμος 2.
бесчисленныйἀνάριϑμος 2.
бесчувственностьἀναλγησία ἡ.
бесчувственныйἀνάλγητος 2.
бесшумныйἀϑόρυβος 2.
бечевкаκαλώδιον τό; σχοινίον τό; σπαρτίον τό.
бешенствоλύσσα ἡ.
бешеныйλυσσώδης 2; быть бешенымλυσσάω.
библиотекаβιβλιϑήκη ή.
библияβιβλία τά.
бивеньχαυλιόδων, όδοντος ὁ.
бинтτελαμών, ῶνος ὁ.
биографияβίος ὁ.
битваμάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
битьκόπτω; παίω; ἀράττω; ϑείνω; πλήσσω; μαστίζω ( хлестать ); -сяἀγωνίζομαι; μάχομαι ( сражаться ); σφύζω ( о сердце и т.п .).
бичμάστιξ, ιγος ἡ.
благоἀγάϑόν τό.
благовониеϑυμίαμα, ατος τό; μύρον τό.
благодаритьεὐχαριστέω; χάριν τίνω.
благодарностьεὐχαριστία ἡ; χάρις, ιτος ἡ.
благодарныйεὐχάριστος 2.
благодаряδιά (+ gen.).
благодетельεὐεργέτης, ου ὁ.
благодеяниеεὐεργεσία ἡ; εὐεργέτημα, ατος τό; εὐποιΐα ἡ.
благополучиеεὐεστώ, ους ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
благополучноεὐτυχῶς; εὐδαιμόνως; καλῶς.
благополучныйὄλβιος 3; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
благопристойныйεὐσχήμων 2, gen. ονος.
благоприятныйαἴσιος 2; δεξιός 3.
благоразумиеσωφροσύνη ἡ; εὐβουλία ἡ.
благоразумныйσώφρων 2; ἐπίφρων 2; εὔβουλος 2; εὐλόγιστος 2.
благородноεὐγενῶς; γενναίως.
благородныйεὐγενής 2; γενναῖος 3 и e.
благородствоεὐγένεια ἡ; γενναιότης, ητος ἡ.
благосклонноεὐνόως.
благосклонностьεὐνοία ἡ; εὐμένεια ἡ.
благосклонныйεὔνοος 2; εὐμενής 2; εὐγνώμων, ονος; εὐχάριστος 2.
благословениеεὐλογία ἡ.
благословенныйεὐλογητός 3; εὐλογημένος 3.
благословить, благословлятьεὐλογέω.
благосостояниеεὐκαιρία ἡ; εὐπορία ἡ.
благоуханиеεὐωδία ἡ; ὁδμή ἡ.
благоухать ὄζω.
благочестиеεὐσέβεια ἡ.
благочестивоεὐσεβῶς.
благочестивыйεὐσεβής 2.
блаженныйμακάριος 3; μάκαρ, αρος; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
Читать дальше