апеллироватьἐπικαλέω; ἀνακαλέω; παρακαλέω.
апелляцияἀνάκλησις, εως ἡ; παράκλησις, εως ἡ; παλινδικία ἡ.
аплодироватьκροτέω
аплодисментыκρότος ὁ.
апостолἀπόστολος ὁ.
аппаратμηχανή ἡ; τέχνημα, ατος τό.
аппетитἐπιϑυμία ἡ.
апрельΜουνυχιών, ῶνος ὁ.
аптекаφαρμακεία ἡ.
аптекарьφαρμακοπώλης, ου ὁ.
арабἌραψ, αβος ὁ
аргументἀπόδειξς, εως ἡ; πειϑώ, οῦς ἡ.
аренаἄμμος ἡ.
арендаμίσϑωσις, εως ἡ; μίσϑωμα, ατος τό; ἐνοίκιον τό ( жилья ); сдавать в арендуμισϑόω; брать в арендуμισϑόομαι.
арендаторμισϑωτής, ου ὁ
арендоватьμισϑόομαι.
арестσύλληψις, εως ἡ ( задержание ); φυλακή ἡ ( заключение ).
арестовать, арестовыватьσυλλαμβάνω; συναρπάζω.
аристократическийἀριστοκρατικός 3
аристократияἀριστοκρατία ἡ.
арифметикаἀριϑμητική ἡ.
арифметическийἀριϑμητικός 3.
арканσειρά ἡ.
армейскийστρατιωτικός 3.
армияστρατός ὁ; στρατιά ἡ; στράτευμα, ατος τό; σύνταγμα, ατος τό.
армянскийἈρμένιος 3.
ароматεὐωδία ἡ; ὀδμή ἡ.
ароматныйεὐώδης 2.
арсеналσκευοϑήκη ἡ; ἀποϑήκη ἡ.
артерияἁρτηρία ἡ.
артикльἄρϑρον τό.
артикулироватьφϑέγγομαι.
артистὑποκριτής, οῦ ὁ; μῖμος ὁ; τέκτων, ονος ὁ; τεχνίτης, ου ὁ ( художник ).
артишокσκόλυμος ὁ.
арфаκίϑαρις, ιος ἡ; κιϑάρα ἡ; φόρμιγξ, ιγγος ἡ; σαμβύκη ἡ ( маленькая ).
архаичныйἀρχαῖος 3; παλαιός 3.
архангелἀρχάγγελος ὁ.
архивγραμματοφυλάκιον τό.
архитекторἀρχιτέκτων, ονος ὁ.
архитектураἀρχιτεκτονία ἡ.
архитектурныйἀρχιτεκτονικός 3.
архонтἄρχων, οντος ὁ.
арьергардὀπισϑοφυλακία ἡ; οὐραγία ἡ.
аспектκατάστασις, εως ἡ; σχῆμα, ατος τό.
астрологἀστρολόγος ὁ.
астрологияἀστρολογία ἡ.
астрономἀστρονόμος ὁ.
астрономическийἀστρονομικός 3.
астрономияἀστρονομία ἡ.
асфальтἄσφαλτος ἡ.
атакаπροσβολή ἡ; εἰσβολή ἡ.
атаковатьπροσβάλλω; εἰσβάλλω; προσπίπτω; εἰσπίπτω; ἐπιχειρέω; ὑπαντάω; ὑπαντιάζω.
атаманληστάρχης, ου ὁ.
атеистἄϑεος ὁ.
атлантическийἈτλαντικός 3.
атлетἀθλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ
атлетическийἀθλητικός 3; γυμναστικός 3.
атмосфераἀήρ, ἀέρος ὁ.
атомἄτομος ἡ.
атрий( главное помещение в доме ) αἴϑριον τό.
аудиторияἀκροατήριον τό.
аукционἀποκήρυξις, εως ἡ; продавать с аукционаἀποκηρύσσω.
афинскийἈθηναῖος 3
афинянинἈθηναῖος ὁ
африканецΛίβυς, υος ὁ.
африканскийΛιβυκός 3.
ах!ἰού! ἰώ! οἴμοι! φεῦ! ὤ!
бабушкаτήϑη ἡ; μάμμα ἡ.
багажσκευή ἡ; σκεῦος, εος τό.
багорκοντός ὁ; κορμός ὁ.
багровыйπορφύρεος 3; φοίνικεος 3.
бадьяἀγγεῖον τό; ἄγγος, εος τό; τεύχος, εος τό.
базаβάσις, εος ἡ; βάϑρον τό; κρηπίς, ῖδος ἡ ( основание ); ἀποϑήκη ἡ ( склад ).
базарἀγορά ἡ.
базарныйἀγοραῖος 2
базисβάσις, εος ἡ.
балансἰσορροπία ἡ.
балкаμέλαϑρον τό; δοκός ἡ.
балластἕρμα, ατος τό.
бальзамμύρον τό.
бальзамироватьταριχεύω.
бандитλῃστής, οῦ ὁ.
бандитизмλῃστεία ἡ.
банкτράπεζα ἡ.
банкирτραπεζίτης, ου ὁ.
банкаὑδρία ἡ; κάδος ὁ; πυξίς, ίδος ἡ ( жестяная ).
банщикβαλανεύς, έως ὁ.
баняβαλανεῖον τό; λουτρόν τό
барабанτύμπανον τό.
барабанщикτυμπανιστής, οῦ ὁ.
баранκριός ὁ; ἀρήν ὁ; οἶς, οἰός ὁ.
баранинаἄρνεια τά.
барсπάνϑηρ, ηρος ὁ; πάρδαλις, εως ἡ.
басняμῦϑος ὁ; ἀπόλογος ὁ.
бассейнδεξαμενή ἡ.
бахромаϑύσανος ὁ.
башмакὑπόδημα, ατος τό; ἀρβύλη ἡ; ἐμβάτης, ου ὁ.
башняπύργος ὁ; τύρσις, εως ἡ ( крепостная ).
баюкатьκοιμίζω; κοιμάω.
Читать дальше