1 ...6 7 8 10 11 12 ...23 ветерокαὔρα ἡ; πνεῦμα, ατος τό.
веткаκλάδος ὁ; φυλλάς, άδος ἡ; ὄζος ὁ.
ветоἀπόῤῥησις εως ἡ.
ветреныйδιήνεμος 2.
ветхийσαπρός 3.
ветчинаκωλῆ ἡ.
вечерἑσπέρα ἡ.
вечернийἕσπερος 2.
вечеромεἲς ἑσπέραν; πρὸς ἑσπέραν.
вечноἀεί; εἰσἀεί.
вечностьἀΐδιον τό.
вечныйἀΐδιος 2; ἀέναος 2.
вешатьκρεμάννυμι; κρεμαννύω.
вещественныйὑλικός 3.
веществоὑλικόν τό.
вещьχρῆμα, ατος τό; πρᾶγμα, ατος τό, ei f .
веялкаλίκνον τό; πτύον τό.
веятьI ( зерно ) λικμάω.
веятьII ( о ветре ) πνέω; ἐπιπνέω; ἄημι.
взаимноπρὸς ἀλλήλους; ἀλλήλων.
взаимностьπρὸς ἀλλήλους χρεία ἡ.
взаимныйἀμοβαῖος 2 и 3.
взаимоотношениеκοινωνία ἡ.
взаймы: брать взаймыδανείζομαι; давать взаймыδανείζω.
взвесить, взвешиватьἀϑρέω; ῥέπω.
взволноватьἐπαίρω; ἐξαίρω; - сяἐπαίρομαι.
взглядβλέμμα, ατος τό; διάνοια ἡ; δόγμα, ατος τό ( мнение ).
взглянутьβλέπω; ἀποβλέπω; παραβλέπω.
вздорλῆρος ὁ; φλυαρία ἡ говорить вздорληρέω.
вздохοἰμογή ἡ; στόνος ὁ.
вздохнутьοἰμώζω; στένω.
вздрагивать, вздрогнутьτρέμω; τρομέω.
вздыхатьсм. вздохнуть.
взиматьεἰσπράτττω; ἀγείρω; взимать налогиδασμολογέω.
взламыватьсм. взломать.
взлетать, взлететьἀναπέτομαι.
взломδιάρρηξις, εως ἡ; ρήξις, εως ἡ.
взломатьκαταϑραύω; διαρρήγνυμι.
взносεἰσφορά ἡ; ἔρανος ὁ; συντέλεια ἡ.
взойтиἀναβαίνω; ἀνέρχομαι; ἀνέχομαι; μετεωρίζομαι ( подняться ); ἀνατέλλω ( о солнце и т.п. ).
взорβλέμμα, ατος τό.
взрослетьτελειόομαι; τελεόομαι.
взрослыйτέλειος 3 и 2; τέλεος 3 и 2; ἐκτελής 2.
взысканиеεἴσπραξις, εως ἡ.
взыскать, взыскиватьεἰσπράτττω; ἀγείρω.
взятьλαμβάνω; αἱρέω; -сяἐγχειρέω; ἐπιχειρέω ( предпринимать ); λαμβάνομαι.
видεἶδος, εος τό; γένος, εος τό; ὄψις, εως ἡ ( наружность ); μορφή ἡ; ϑέαμα, ατος τό ( зрелище ); τρόπος ὁ ( в грамматике ).
видениеφάντασμα, ατος τό; φάσμα, ατος τό; ὀπτασία ἡ.
видетьὁράω; ἀΐω; βλέπω; δέρκομαι; ϑεάομαι.
видимоἴσως; τάχα.
видимостьφανερότης, ητος ἡ.
видимыйφανερός 3.
виднетьсяεἴδομαι; φαίνομαι; ἀποφαίνομαι.
видноδηλὸν ἐστιν; φανερόν ἐστιν.
византийскийΒυζάντιος 3.
визжатьκνυζάομαι.
визитἐπίσκεψις, εως ἡ.
вилкаδίκρανον τό; τρίαινα ἡ.
вилыδίκρανον τό.
вилять( хвостом ) σαίνω.
винаαἰτία ἡ; κατηγορία ἡ.
винительный: винительный падежαἰτιατική ἡ.
винитьαἰτιάομαι; ἐπαιτιάομαι; κατηγορέω; εὐθύνω; ἐγκαλέω; καταγιγνώσκω.
винныйοἰνηρός 3.
виноοἶνος ὁ; μέϑυ, υος τό.
виноватыйαἴτιος 3; ἐπαίτιος 2; ἔνοχος 2.
виновникαἴτιος ὁ.
виноградἄμπελος, ου ἡ.
виноградарьἀμπελουργός ὁ.
виноградникἀμπελών, ῶνος ὁ; οἰνόπεδον τό.
виноградныйἀμπέλινος 2; виноградная гроздьσταφυλή ἡ.
виноделиеοἰνοποιΐα ἡ.
виноторговецοἰνοπώλης, ου ὁ.
виночерпийοἰνοχόος ὁ.
винтσπεῖρα ή.
виселицаἀγχόνη ἡ.
висетьκρέμαμαι.
високκρόταφος ὁ; κόρρη ἡ.
виссонβύσσος ἡ.
витойστρεπτός 3.
витокσπεῖρα ή; πλεκτή ἡ;.
витьπλέκω; συμπλέκω.
вихрьἄελλα ἡ; πρηστήρ, ῆρος ὁ; στρόβιλος ὁ; τυφῶν, ῶνος ὁ.
вишневыйκεράσιος 3.
вишняκέρασος ἡ ( дерево ); κεράσιον ό ( плод ).
вкладεἰσφορά ἡ; ἔρανος ὁ; σύνταξις, εως ἡ; συντέλεια ἡ; παρακαταϑήκη ἡ ( денежный ).
вкладыватьсм. вложить.
включатьсм. включить.
включитьεἰσποιέω; περιέχω; περιλαμβάνω.
вкратцеβραχέως.
вкратчивыйαἱμύλος 3.
вкусγεῦσις, εως ἡ; χυμός ὁ.
вкусноἡδέως.
вкусныйἡδύς, εῖα, ύ; λαρός 2.
Читать дальше