1 ...7 8 9 11 12 13 ...23 влагаἱκμάς, άδος ἡ; λιβάς, άδος ἡ; νότιον τό; ὑγρόν τό.
владелецκεκτημένος ὁ.
владениеκτῆμα, ατος τό; κτῆσις, εως ἡ; ἐπικράτεια ἡ.
владетьκεκτήσομαι; ἔχω.
влажностьἱκμάς, άδος ἡ.
влажныйμυδαλέος 3; νοτερός 3; νότιος 3; δροσερός 3; быть влажнымμυδαλέος 3.
властныйτυραννικός 3; δεσποτικός 3.
властьἀρχή ἡ; δύναμις, εως ἡ; δυναστεία ἡ; κράτος, εος τό.
влевоἐπ» ἀριστερά.
влетать, влететьεἰσπέτομαι.
влечениеἐπιϑυμητικόν τό; ἀγάπησις, εως ἡ.
вливать, влитьἐγχέω.
влияниеῥοπή ἡ.
влиятьἅπτομαι; διατίϑημι.
вложитьεἰστίϑημι; ἐντίϑημι; ἐμβάλλω; παρακατατίϑεμι ( о деньгах или имуществе ).
влюбитьсяἐράω.
влюбленныйἐραστής, οῦ ὁ.
влюблятьсясм. влюбиться.
вместеκοινῇ; κοινῶς; ξυνά; вместе с μετά (+ gen., dat., acc.); ὁμοῦ (+ dat.); σύν (+ dat.).
вместитьχανδάνω.
вместоπρό (+ gen.).
вмешательствоἐμπλοκή ἡ.
вмешаться, вмешиватьсяἐμπλέκομαι.
вмещатьсм. вместить.
вначалеἐξ ὑπαρχῆς.
внеἐκτός (+ gen.); ἔξω (+ gen.).
внебрачныйνόϑος 3.
внедрить, внедрятьπαρεισάγω.
внезапноἐξαίφνης; ἐξαπιναίως.
внезапныйἐξαπιναῖος 3 и 2.
внестиεἰσφέρω; ἐπεισφέρω; ἐπιφέρω.
внешнийἐξωτερικός 3.
внешностьεἶδος, εος τό; ἰδέα ἡ; μορφή ἡ; ὄψις, εως ἡ.
внизκάτω.
внизуκάτω; κάτωϑεν; ἔνερϑε (ν).
вниманиеκατανόησις, εως ἡ; обращать вниманиеπροσέχω τὸν νοῦν; κατανοέω.
внимательноἐπιμελῶς.
внимательныйἐπιμελής 2; εὐγνώμων 2.
вновьαὖ; αὖϑις; αὖτε; πάλιν.
вноситьсм. внести.
внукὑϊδοῦς, οῦ ὁ.
внутреннийἐσωτερικός 3.
внутренностиκοιλία ἡ; νηδύς, ύος ἡ; σπλάγχνον τό; χολάς, άδος, ἡ.
внутриεἴσω; ἔνδοϑι; ἐντός.
внутрьεἴσω; ἐντός.
внучкаϑυγατριδῆ ἡ.
внушатьπείϑω; ἐνίημι; ἐντίϑημι; ἐπικελεύω; νουϑετέω; παρέχω.
внушениеπειϑώ, οῦς ἡ.
внушительныйδεινός 3.
внушитьсм. внушать.
внятныйσαφής 2.
во см. в.
вовлекать, вовлечьπεριβάλλω.
вовремяεὐκαίρως.
во-вторыхδεύτερον; εἶτα.
вогнутыйκοῖλος 3.
водаὕδωρ, ὕδατος τό.
водитьсм. вести.
водныйὑδαρής 2.
водоемὑδρεία ἡ; δεξαμενή ἡ.
водолазκολυμβητής, οῦ ὁ.
водоносὑδροφόρος ὁ.
водопадκαταρράκτης, ου ὁ.
водопроводὑδραγωγία ἡ; ὀχετός ὁ.
водоросльφῦκος, εος τό.
воеватьπολεμέω; ἀϑλέω; ἀνταγωνίζομαι; ἐπιστρατεύομαι.
военачальникστρατηγός ὁ; ἡγεμών, όνος ὁ.
военнослужащийστρατιώτης ὁ.
военныйπολεμικός 3; πολέμιος 3; военный отрядλόχος ὁ; военный походστρατεία ἡ; στράτευμα, ατος τό; военный лагерьστρατόπεδον τό.
вождьἡγεμών, όνος ὁ; ἀρχός ὁ.
вожжиἡνία τά; ὁλκός ὁ.
возбудительὑπέκκαυμα, ατος τό.
возбудить, возбуждатьἐγείρω; ἐξεγείρω; ἀνεγείρω; κινέω; ὑπεκκαίω; ὑποκινέω.
возбуждениеἔκστάσις, εως ἡ.
возбужденныйἐκστατικός 3; ἐμπαϑής 2.
возвратἀπόδοσις, εως ἡ.
возвратить, возвращатьἀποδίδωμι; ἀποκαϑίστημι; ἀποπέμπω; -сяἄνειμι; ἀπέρχομαι; ἐπάνειμι; ἐπανέρχομαι; νοστέω; παλινδρομέω; ὑποστρέφω.
возвращениеνόστος ὁ; παλινδρομία ἡ.
возглавить, возглавлятьἄγω; ἄρχω; ἐξηγέομαι; ἡγεμονεύω; καϑηγέομαι.
воздаяниеἀμοιβή ἡ; ἀνταπόδοσις, εως ἡ.
воздвигать, воздвигнутьἵστημι; ὑπερτίϑημι.
возделать, возделыватьἐργάζομαι.
воздержаниеἐγκράτεια ἡ.
воздержаться, воздерживатьсяἀπέχω; ἀναχωρέω; ἀφίστημι.
воздухἀήρ, ἀέρος ὁ; αἰϑήρ, έρος ὁ и ἡ.
воздушныйἀέριος 2 и 3; αἰϑέριος 3.
возитьπορεύω.
возлагать, возложитьἐπιτίϑημι; ἐπιφέρω; ἀναφέρω; ἐντίϑημι.
возлеἄγχι (+ gen.); ἀμφί (+ dat., gen., acc.); ἑξῆς (+ gen.); παρά (+ dat.).
возмездиеἀποίνα τά; ὅπις, ιδος ἡ; ποινή ἡ.
возместить, возмещатьἀμείβομαι; ἀντιδράω.
Читать дальше