1 ...8 9 10 12 13 14 ...33 – Τι ωραίο φόρεμα! Ο μπαμπάς σου το χάρισε;
– Όχι βέβαια! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα!
* * *
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό(один фокусник работал на круизном корабле, который плавал: «путешествовал» в Тихом океане; δουλεύω; ταξιδεύω; ο Ειρηνικός Ωκεανός ) . Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα(его публика менялась каждую неделю; αλλάζω ) κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα(и таким образом маг делал = показывал всегда одни и те же трюки; κάνω ) . Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα(единственной проблемой было то, что шоу смотрел: «следил» и попугай капитана каждую неделю; παρακολουθώ – следить, наблюдать; посещать ) και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος(и в конце концов он узнал, как делал все свои трюки маг; μαθαίνω – учить; узнавать ).
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο(начинал, таким образом, кричать посреди шоу после каждого трюка; αρχίζω ) : «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο(смотрите, это другая шляпа; κοιτάζω ) » ή(или) «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι(он спрятал цветы под столом; κρύβω ) » ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι(почему все карты – трефовые тузы; ο άσος – ас, знаток; туз; το μπαστούνι – палка, трость; треф ) ;» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού(портя трюки фокусника; καταστρέφω – разрушать; портить )…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί(тот, естественно, был рассержен; εξοργίζομαι ) , αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο(но не мог ничего сделать, поскольку попугай принадлежал капитану; μπορώ; ανήκω )…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό(однажды ночью при плохой погоде; ο καιρός – время; погода ) , το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού(корабль тонет посреди Тихого океана) , πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό(потопив почти всех находившихся на его борту; πνίγω – душить; топить; επιβαίνω – находиться на борту ) . Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο(фокусник оказался плывущим на доске: «куске дерева»; βρίσκομαι ) , μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου(вместе с попугаем капитана)!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη(смотрели друг на друга с ненавистью во взгляде и не произносили ни слова; κοιτάζω; το μίσος; ψελλίζω ) . Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε(это продолжалось один, два, три дня, пока, наконец, попугай не выдержал и закричал; συνεχίζομαι; η μέρα; αντέχω ) :
– Εντάξει, παραδίνομαι(ладно, сдаюсь) ! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο(куда подевался этот дурацкий корабль; στο καλό – /при прощании/ счастливого пути, в добрый час; ηλίθιος – слабоумный, тупой );
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό. Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος.
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο: «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο» ή «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι;» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό, το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού, πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό. Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη. Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε:
– Εντάξει, παραδίνομαι! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο;
* * *
Ο μεγάλος αδελφός περιεργάζεται το αδερφάκι του που είναι μόνο μίας μέρας(старший брат рассматривает своего братика, которому только один день) και ήδη χαλάει τον κόσμο με τα ξεφωνητά του(и тот уже разрушает мир своими воплями; χαλάω – портить; расстраивать, нарушать; το ξεφωνητό ) :
Читать дальше
Конец ознакомительного отрывка
Купить книгу