– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι,» λέει ο περιπτεράς(да, отвечает продавец) ! Και λέει ο Πόντιος(тогда понтиец говорит).
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro(э, подай: «принеси» мне тогда Marlboro; φέρνω ) !»
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι λέει ο περιπτεράς!» Και λέει ο Πόντιος.
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!»
Η δασκάλα στο μαθητή(учительница – ученику; ο μαθητής ):
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου(почему ты не стараешься исправить свой почерк: «свои буквы»?; φτιάχνω – делать, изготовлять; поправлять, приводить в порядок; το γράμμα );
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός(потому что, когда вырасту, хочу стать врачом; άμα – как только; когда; μεγαλώνω – выращивать, воспитывать; расти, вырастать; μεγάλος – большой; взрослый; γίνομαι )!
Η δασκάλα στο μαθητή:
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου;
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός!
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες(назови нам: «знаешь, чтобы нам сказать» два местоимения?; ξέρω; λέω – сказать )
Ποιος; εγώ(кто? я?);
Μπράβο παιδί μου(молодец: «браво, ребенок мой»).
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες;
Ποιος; εγώ;
Μπράβο παιδί μου.
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη (учитель спрашивает в классе; ρωτάω ):
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου(если у меня будет: «если имею» 20 яблок в руках) , και πάρω άλλα 30 τι θα έχω(и возьму еще 30, что будет у меня; παίρνω );
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε(очень большие руки; ο κύριος – господин )!
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη:
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου, και πάρω άλλα 30 τι θα έχω;
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε!
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο(спрашивает ребенок учителя):
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε(раз земля вращается, как вы говорите) , γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα(почему не падают верх ногами люди, когда земля повернута верх ногами; το πόδι – нога; ανάποδα – верх ногами );
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας(не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω ).
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν(а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι );
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη(однажды в классе говорит учительница Тасулису):
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι(я читаю, ты читаешь, что это за время?);
– Χαμένος(потерянное; χάνω – терять )!
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη:
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι;
– Χαμένος!
Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του(разгневанный ребенок говорит своему другу; εξαγριώνομαι ):
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα(твой пес съел у меня все сосиски; το λουκάνικο; τρώω )!
– Καλά που μου το είπες(хорошо, что ты мне сказал; λέω ) , για να μη του δώσω τίποτε άλλο(чтоб я не давал ему ничего больше; δίνω ) και βαρυστομαχιάσει(и у него не случилось бы несварения; βαρυστομαχιάζω; βαρύς – тяжелый; το στομάχι – желудок )!
Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα!
– Καλά που μου το είπες, για να μη του δώσω τίποτε άλλο και βαρυστομαχιάσει!
Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν(два маленьких ребенка болтают):
– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς(скажи мне, Костакис, когда вырастешь, ты на мне женишься; μεγαλώνω – расти, вырастать; становиться взрослым /от прил. μεγάλος – большой/; παντρεύομαι );
Читать дальше