– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια(да что вы говорите, госпожа, мы печем: «готовим» хлеб уже 20 лет) !»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα(да, но продаете его сейчас) !»
Η κυρία στο φούρναρη:
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας, το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο.»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα!»
Ο πελάτης αγανακτισμένος(возмущенный клиент; αγανακτώ – возмущаться, негодовать ) : Τι κατάσταση είναι αυτή(что это такое: «что за ситуация эта»?) ; Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι(всю ночь не сомкнул глаз; κλείνω – закрывать ) , παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών(наблюдая целую = настоящую битву мышей; παρακολουθώ; το ποντίκι )!
Ο ξενοδόχος(хозяин гостиницы) : Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε(а что вы хотели увидеть, господин, за те деньги, которые заплатили?; βλέπω; δίνω – давать; платить ) ; Ταυρομαχίες(корриду?; ο ταύρος – бык; η μάχη – бой, борьба );
Ο πελάτης αγανακτισμένος: Τι κατάσταση είναι αυτή; Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών!
Ο ξενοδόχος: Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε; Ταυρομαχίες;
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του(идет один человек спустя много времени к своему врачу; ο τύπος – тип, вид, категория; человек, тип; ο καιρός; ο γιατρός ) να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει(чтобы спросить о результатах каких-то анализов, которые он делал = сдавал; ρωτάω; το αποτέλεσμα; η εξέταση – рассмотрение, исследование; анализ, медицинское обследование ).
– «Τι γίνεται γιατρέ(как дела: «что происходит», доктор?) ; Όλα καλά, έτσι(все хорошо, да: «так»?) ;»
– «Δυστυχώς έχω για σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός(к сожалению, у меня для тебя неприятные и очень неприятные новости, говорит врач; το νέο ) . Ποια θες να ακούσεις πρώτα(какую хочешь услышать первой?) ;»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα(что ты /такое/ мне говоришь, доктор) ; Με κάνεις και ανησυχώ(ты меня заставляешь волноваться; κάνω – делать; заставлять ) . Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα(скажи мне неприятную сначала) . Τι τρέχει(что происходит; τρέχω – бежать; происходить ) ;»
– «Κοίτα(смотри) ! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής(анализы показывают, что у тебя /осталось/ 24 часа жизни) !»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα(что ты такое говоришь, доктор?) ; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή(а очень неприятная какая же тогда?; δηλαδή – а именно; что же ) ;»
– «Σε ψάχνω από χθες(/я/ тебя ищу со вчерашнего дня) !..»
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει.
– «Τι γίνεται γιατρέ; Όλα καλά, έτσι;»
– «Δυστυχώς έχω για `σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός. Ποια θες να ακούσεις πρώτα;»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα; Με κάνεις και ανησυχώ. Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα. Τι τρέχει;»
– «Κοίτα! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής!»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;»
– «Σε ψάχνω από χθες!..»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα(однажды вечером отец Тотоса пригласил домой гостей и послал его купить кока-колы; έχω; στέλνω; παίρνω – брать; покупать ) . Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος(и вот идет Тотос и по ошибке) , μπαίνει στο χασάπικο(заходит в мясную лавку).
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα(рассеянный как обычно: «как был», просит у мясника кока-колу; αφηρημένος – абстрактный, отвлеченный; рассеянный; ο χασάπης) . Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει(мясник ему говорит, что у него ее нет: «что не имеет», и тот уходит) . Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί(идет /он/ домой и говорит отцу, что в магазине /кока-колы/ нет) . Αυτός του είπε να ξαναπάει(/а/ тот сказал ему сходить снова; λέω ).
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο(итак, он снова идет в мясную лавку; ξανά – вновь, еще раз; ξαναπηγαίνω ) και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα(и опять говорит мяснику, чтоб дал ему кока-колы; ξαναλέω; δίνω ) . Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει(мясник ему говорит, что у него ее нет) και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα(и что, если он ему еще раз скажет /такое/, тот подвесит его верх ногами; κρεμάω; το πόδι – нога ).
Читать дальше