– Σώσε μας, κεφάλι! φώναξε με απελπισία η ουρά του φιδιού. Κοίταξε να μας βγάλεις από δω μέσα γιατί χαθήκαμε!
Τότε μόνο κατάλαβε η ουρά πως ο καθένας δεν είναι ικανός να διευθύνει…
Το Χελιδόνι και τα Πουλιά
Όταν, για πρώτη φορά στη γη, άρχισε να βγαίνει ο ιξός, το χελιδόνι, που ήτανε φρόνιμο πουλί, κατάλαβε πως ήταν ένα πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Πέταξε λοιπόν μέσα στο δάσος κι ειδοποίησε όλα τα πουλιά να συγκεντρωθούν σ' ένα ξέφωτο, γιατί είχε να τους μιλήσει.
Πραγματικά, όλα τα πουλιά μαζεύτηκαν, εκεί που τους είχε παραγγείλει να πάνε και περίμεναν, περίεργα, ν' ακούσουν τι θα τους έλεγε.
– Ακούστε, πουλιά του δάσους, άρχισε να λέει το χελιδόνι. Αυτός ο ιξός, που βλέπετε, είναι πολύ επικίνδυνος γιατί, αν κολλήσουν τα φτερά μας απάνω του, δε θα μπορούμε πια να πετάμε κι έτσι θα μας πιάνουν οι άνθρωποι. Φοβούμαι, μάλιστα, μήπως οι άνθρωποι μας στήνουν και παγίδες μ' αυτό και τότε είμαστε χαμένα.
– Και τι λες να γίνει; ρώτησαν τα πουλιά.
– Να κόψουμε όλα τα κλαδιά που βγάζουν ιξό.
– Είναι δύσκολη δουλειά και δε θα τα καταφέρουμε.
– Τότε να πάμε να παρακαλέσουμε τους ανθρώπους να μη μας στήσουν παγίδες μ' αυτόν, πρότεινε το χελιδόνι.
– Αυτά που λες είναι ανοησίες! είπανε τα πουλιά.
Κι έφυγαν όλα πετώντας.
Όταν έμεινε ολομόναχο το χελιδόνι, πήγε και βρήκε τους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να μην του στήνουν παγίδες με ιξό.
Οι άνθρωποι, που εκτίμησαν τη φρονιμάδα του, έδωσαν το λόγο τους ότι δε θα το πειράξουν και δέχτηκαν, μάλιστα, να χτίζει τη φωλιά του στα σπίτια τους.
Κι έτσι, το χελιδόνι, που ήτανε προβλεπτικό, γλίτωσε από τον κίνδυνο, ενώ τ' άλλα τα πουλιά κινδυνεύουν ακόμη.
Ένας χωρικός είχε δυο κόρες και τις πάντρεψε την ίδια μέρα και τις δυο. Η μια πήρε άντρα της έναν περιβολάρη κι η άλλη έναν κεραμιδά.
Πέρασαν μερικοί μήνες και, μια μέρα, που δεν είχε δουλειά, είπε στη γυναίκα του ο χωρικός:
– Πεθύμησα τις κόρες μας και πάω να δω πώς περνάνε με τους άντρες τους.
Πήγε πρώτα σ' εκείνην, που είχε πάρει άντρα της τον περιβολάρη.
– Πώς τα περνάς, κόρη μου; την ρώτησε.
– Πολύ καλά, πατέρα μου. Φτάνει μόνο να χαλάσει ο καιρός και να πιάσουν βροχές, να ποτιστούνε τα περιβόλια μας και τότε θα είμαστε πιο καλά.
Φεύγοντας από κει, ο χωρικός πήγε να βρει την άλλη του κόρη, που είχε παντρευτεί τον κεραμιδά.
– Πώς τα περνάς, κόρη μου; την ρώτησε.
– Πολύ καλά, πατέρα μου. Φτάνει μόνο να μη χαλάσει ο καιρός και πιάσουν οι βροχές, γιατί τότε θα καταστραφούνε τα κεραμίδια που απλώσαμε για να στεγνώσουν.
Ο χωρικός κούνησε τότε το κεφάλι του και της είπε:
– Εσύ ζητάς να μην πιάσουν οι βροχές κι η αδερφή σου ζητάει να πιάσουν οι βροχές. Εγώ τώρα, τι να ζητήσω;
Πραγματικά, ο καημένος ο χωρικός βρισκότανε σε δύσκολη θέση, γιατί οι γαμπροί του είχαν δουλειές ανόμοιες κι εκείνο που έκανε καλό στον ένα, έφερνε τη δυστυχία στον άλλον.
Ήτανε φθινοπωρινό μεσημέρι, κι έκανε πολλή ζέστη.
Ένας ζευγολάτης είχε κουραστεί να οργώνει από το πρωί κι είδε ότι και τα βόδια του λαχάνιαζαν.
Τα έλυσε λοιπόν από το ζυγό τους, τ' άφησε να βοσκήσουν και κάθισε κι αυτός να φάει. Έπειτα πήρε τα βόδια του και τα κατέβασε στο ποτάμι για να τα ποτίσει.
Εκείνη την ώρα περνούσε από το χωράφι ένας λύκος, που ήτανε πολύ πεινασμένος.
Πήγε κοντά στ' αλέτρι, το μύρισε κι άρχισε να γλείφει με τη γλώσσα του τις ζεύλες των βοδιών, που ήταν ποτισμένες με τον ιδρώτα τους.
Του άρεσε εκείνος ο βοδινός ιδρώτας κι όλο έγλειφε τις ζεύλες, χώνοντας το μουσούδι του μέσα όλο και πιο πολύ, ώσπου βρέθηκε πιασμένος από το λαιμό.
Θέλησε τότε να ξεφύγει, τραβούσε το κεφάλι του πίσω, τιναζότανε, κλοτσούσε, αλλ' οι ζεύλες τον είχανε πιάσει γερά από το λαιμό κι εμπόδιζαν το χοντρό του κεφάλι να βγει.
Ύστερα από λίγη ώρα, γύρισε κι ο ζευγολάτης από το ποτάμι, οδηγώντας τα βόδια του, που είχε σκοπό να τα ζέψει πάλι και να συνεχίσει το όργωμα του χωραφιού.
Είδε όμως ότι, στο αλέτρι του, ήτανε ζεμένος τώρα ένας λύκος.
Πήγε λοιπόν κοντά και του είπε κοροϊδευτικά:
– Αν άφηνες τις αρπαγές και τις αδικίες κι άρχιζες να οργώνεις και συ, όπως τα βόδια, θα γλίτωνες τη ζωή σου.
Και, παίρνοντας ένα τσεκούρι, τον σκότωσε.
Η παρακαταθήκη και ο Όρκος
Κάποτε, ένας άνθρωπος είχε σκοπό να ταξιδέψει. Επειδή όμως θα έλειπε πολύν καιρό από τον τόπο του, σκέφτηκε ν' αφήσει την περιουσία του σ' ένα φίλο του, να του την φυλάει, ώσπου να γυρίσει.
Читать дальше