Ο λύκος πίστεψε στα λόγια του σκύλου και δεν τον έφαγε.
Περίμενε λίγες μέρες, ώσπου έγιναν οι γάμοι του αφεντικού του σκύλου, κι ένα βράδυ ξαναγύρισε στο εξοχικό σπίτι.
Αυτή τη φορά, όμως, ο σκύλος είχε σκαρφαλώσει πάνω στη σκεπή του σπιτιού και κμότανε.
– Κατέβα, σκύλε, να σε φάω, όπως συμφωνήσαμε! του φώναξε.
– Αν με ξαναδείς να κοιμάμαι έξω από το σπίτι, μην περιμένεις πια γάμο! του αποκρίθηκε κοροϊδευτικά ο σκύλος.
Γιατί, φρόνιμος καθώς ήταν, όταν σώθηκε από κείνο τον κίνδυνο, φυλαγότανε πια για να μην την ξαναπάθει.
Το κυνηγιάρικο Σκυλί και τ' άλλα
Ζούσε στα παλιά τα χρόνια ένας άνθρωπος, που κυνηγούσε αγρίμια. Δεν τα κυνηγούσε όμως για να τα σκοτώσει, αλλά για να τα πιάνει ζωντανά και να τα πουλάει.
Κι επειδή μόνος του δεν θα μπορούσε να τα βάλει μ' ένα αγρίμι και να το πιάσει ζωντανό, είχε πάρει κι ένα σκυλί και το γύμνασε να παλεύει με λιοντάρια, με αρκούδες και άλλα αγρίμια κι έτσι να δίνει καιρό στο αφεντικό του να τα δένει γερά και να τα πιάνει ζωντανά.
Το σκυλί ήτανε μεγαλόσωμο και πολύ δυνατό κι ο κυνηγός το τάιζε καλά και το περιποιότανε πολύ, γιατί χωρίς αυτό, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Τ' άλλα τα σκυλιά της γειτονιάς, που κανένας δεν τα περιποιότανε και που έψαχναν να βρουν κανένα κόκαλο για να φάνε, ζήλευαν το κυνηγάρικο σκυλί και το καλοτύχιζαν.
Το σκυλί όμως του κυνηγού είχε βαρεθεί την επικίνδυνη δουλειά που έκανε και, μια μέρα που το αφεντικό του είχε ξεχάσει να το δέσει με την αλυσίδα, όπως συνήθιζε, κάθε φορά που γυρνούσαν στο σπίτι, βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε τόσο καιρό και, πηδώντας από τη μάντρα, το 'βαλε στα πόδια.
Τ' άλλα τα σκυλιά της γειτονιάς, που το είδανε να φεύγει, έτρεξαν πίσω του, απορώντας, και το ρώτησαν:
– Γιατί το 'σκασες από το αφεντικό σου, που σε τάιζε καλά και σε περιποιότανε τόσο πολύ;
– Τι να το κάνω το καλό φαγητό και την περιποίηση, όταν κάθε μέρα κινδυνεύει η ζωή μου, γιατί είμαι υποχρεωμένο να παλεύω με τ' αγρίμια; τους αποκρίθηκε.
Και τότε τ' άλλα τα σκυλιά κατάλαβαν πως αυτά ήταν πιο τυχερά που, αν δεν είχαν άφθονο φαγητό, δεν είχαν και κανέναν κίνδυνο.
Η Καλιακούδα και τα Γεράκια
Ήτανε μια φορά μια καλιακούδα τόσο μεγαλόσωμη, ώστε ξεπερνούσε όλες τις άλλες καλιακούδες.
Αυτό την έκανε να το πάρει απάνω της.
– Εγώ είμαι καλύτερη από σας! έλεγε.
Κι όταν την ρωτούσαν οι άλλες καλιακούδες γιατί ήτανε καλύτερή τους, απαντούσε:
– Γιατί είμαι μεγαλύτερή σας!
Οι καλιακούδες την άφηναν στην αρχή να το λέει και γελούσαν.
Θύμωσαν όμως μια μέρα, όταν τους είπε πως θα τις αφήσει και θα φύγει.
– Πού θα πας; την ρώτησαν περίεργες.
– Θα πάω να ζήσω μαζί με τα γεράκια! τους είπε.
– Και πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;
– Γιατί εγώ δεν είμαι καλιακούδα, όπως εσείς, αλλά γεράκι, έτσι δυνατή κι όμορφη όπως είμαι, τους εξήγησε.
Και, πραγματικά, έφυγε και πήγε να ζήσει με τα γεράκια.
Στην αρχή, τα γεράκια δεν κατάλαβαν πως ήτανε μια κοινή καλιακούδα, γιατί, πραγματικά, ήτανε δυνατό κι όμορφο πουλί, που τους έμοιαζε κάπως.
Αλλ' όταν την άκουσαν να κρώζει, κατάλαβαν πως ήτανε μια κοινή καλιακούδα, γιατί, πραγματικά, ήτανε δυνατό κι όμορφο πουλί, που τους έμοιαζε κάπως.
Αλλ' όταν την άκουσαν να κρώζει, κατάλαβαν πως δεν ήτανε γράκι, αλλά καλιακούδα και την έδιωξαν με δυνατές τσιμπιές.
Η καλιακούδα γύρισε, ντροπιασμένη, στα παλιά της λημέρια.
Αλλ' αυτή τη φορά δεν την ήθελαν ούτε οι καλιακούδες.
– Εσύ δεν είσαι καλιακσύδα! της είπαν. Δεν σου επιτρέπουμε να 'ρχεσαι μαζί μας.
Κι έτσι η καλιακούδα, που παρίστανε το γεράκι, διώχτηκε κι από τις καλιακούδες κι από τα γεράκια και ψόφησε από την πείνα.
Ο Γάιδαρος κι ο Περιβολάρης
Στα παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια ένας γάιδαρος δούλευε στο χτήμα ενός περιβολάρη.
Έτρωγε, βέβαια, καλά γιατί το περιβόλι ήτανε μεγάλο, αλλά δούλευε σκληρά, μέρα – νύχτα: πότε τον έδεναν ώρες ολόκληρες στο μαγγανοπήγαδο, πότε τον φόρτωναν με γεμάτα κοφίνια, να τα πάει στην πολιτεία, πότε τον έζεβαν στο αλέτρι, για να οργώσουν τα χωράφια τους.
Ο καημένος ο γάιδαρος, που τσακιζόταν από την κούραση, παρακάλεσε μια μέρα το Δία:
– Δεν αντέχω πια, Δία μου! Κάνε μου τη χάρη να μου αλλάξεις αφεντικό!
Ο Δίας του έκανε τη χάρη και, την άλλη μέρα κιόλας, ο περιβολάρης πούλησε το γάιδαρο σ' έναν κεραμιδά .
Τώρα όμως ο γάιδαρος φορτωνότανε πιο βαριά, πότε κοκκινόχωμα, πότε λάσπη, πότε κοφίνια γεμάτα κεραμίδια και τούβλα , κι η τροφή του δεν ήταν άφθονη, όπως στο περιβόλι.
Читать дальше