Καμιά φορά, το λιοντάρι πρόφταινε να την χτυπήσει με το πόδι του και τότε της έκοβε ολόκληρη λουρίδα από την πλάτη, αλλά πάλι το άρπαζε η αρκούδα και το 'γδερνε.
Στο τέλος, τα δυο θεριά σωριάστηκαν στο χώμα αγκομαχώντας.
Εκείνη τη στιγμή, πέρασε μια αλεπού και, βλέποντας ότι ήταν ανίκανα να κινηθούν, άρπαξε το πληγωμένο ελαφάκι κι έτρεξε να το πάει στη φωλιά της, για να το φάει με τ' αλεπουδάκια της.
– Είμαστε για κλάματα! μουρμούρισε αναστενάζοντας η αρκούδα. Τόσην ώρα πολεμούσαμε, για να φάει το ελαφάκι μια αλεπού!
Μια φορά, μαζεύτηκαν όλοι οι λαγοί, που ζούσανε σ' ένα μεγάλο δάσος κι άρχισαν να συζητούνε μεταξύ τους τι να κάνουν, για να γλιτώσουν απ' όλους τους κινδύνους, που τους απειλούσαν μέρα και νύχτα.
– Δεν έχουμε ποτέ ησυχία, είπε ένας λαγός. Μέρα και νύχτα ζούμε μέσα στον τρόμο και την αγωνία κι η καρδιά μας χτυπάει πάντα τόσο δυνατά, ώστε κοντεύει να σπάσει.
– Έχει δίκιο! είπε ένας άλλος λαγός. Βγαίνουν οι άνθρωποι στο κυνήγι, παίρνοντας μαζί τους και σκυλιά, κι αυτά τα καταραμένα ζώα πρώτους – πρώτους εμάς κυνηγάνε. Βρίσκουν με τη μυρωδιά τις φωλιές μας κι εμείς το βάζουμε στα πόδια και με μεγάλη δυσκολία κατορθώνουμε καμιά φορά να γλιτώσουμε
– Αν γλιτώσουμε από τα δόντια των σκυλιών, δεν γλιτώνουμε από τους κυνηγούς, πρόσθεσε, αναστενάζοντας, ο διπλανός λαγός.
– Και μήπως είναι μόνο οι άνθρωποι κι οι σκύλοι που μας κυνηγούνε; σηκώθηκε κι είπε ένας άλλος. Ξεχνάτε τις αλεπούδες και τους λύκους;
– Και τους αετούς; πετάχτηκε κι είπε άλλος λαγός. Πόσες φορές πέφτουν απάνω μας και μας αρπάζουν με τα νύχια τους; Δεν είναι πια ζωή αυτή!
– Όχι! Δεν είναι πια ζωή αυτή! φώναξαν όλοι οι λαγοί.
– Να πάμε ν' αυτοκτονήσουμε! Να πάμε να πνιγούμε όλοι μαζί μέσα στη λιμνούλα! πρότεινε κάποιος.
Κι όλοι οι λαγοί παραδέχτηκαν την πρότασή του και φώναξαν:
– Ναι! Να πάμε να πνιγούμε στη λιμνούλα!
Και ξεκίνησαν, κοπάδι ολόκληρο, να πάνε να πέσουν μέσα στη λιμνούλα, για να πνιγούν.
Οι βάτραχοι, που λιάζονταν στις όχθες της λιμνούλας, μόλις τους είδαν να 'ρχονται, τρομοκρατήθηκαν τόσο, ώστε πήδησαν όλοι μαζί στο νερό, φωνάζοντας με απελπισία:
– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ! Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!
Τότε ένας γέρος λαγός σταμάτησε τους συντρόφους του:
– Γιατί να πνιγούμε; τους είπε. Καθώς βλέπετε, υπάρχουν ζώα πιο δειλά από μας.
Ο Σκύλος που κυνηγούσε ένα Λιοντάρι κι η Αλεπού
Κάποτε, ένας σκύλος οσμίστηκε αχνάρια λιονταριού κι άρχισε να τα παρακολουθεί.
Το λιοντάρι είχε φάει ένα βόδι, που το βρήκε στο χωράφι, κι αφού χόρτασε την πείνα του, τράβηξε για το πυκνό δάσος, όπου είχε τη φωλιά του, μέσα σε κάποια σπηλιά.
Ο σκύλος είχε βρει το σκελετό του βοδιού, οσμίστηκε τ' αχνάρια του λιονταριού και τ' ακολούθησε, αποφασισμένος να το κυνηγήσει.
Πέρασε έτσι, με τη μουσούδα του κολλητή στο χώμα, το χωράφι, μπήκε στο δάσος, κι από θάμνο σε θάμνο κι από πέτρα σε πέτρα, παρακολουθούσε εκείνα τα ίχνη, γαβγίζοντας κάθε τόσο.
Κι ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος σ' αυτή την ιχνηλασία, ώστε δεν έδωσε καμιά σημασία στην αλεπού, που την αντάμωσε στο δρόμο του.
Η αλεπού, όταν τον είδε, φοβήθηκε κι ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά τον είδε απασχολημένο με τ' αχνάρια του λιονταριού και στάθηκε.
– Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε περίεργη.
– Παρακολουθώ τ' αχνάρια ενός λιονταριού, της εξήγησε ο σκύλος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.
– Ώστε κυνηγάς λιοντάρια τώρα;
– Γιατί όχι; αποκρίθηκε καυχησιάρικα ο σκύλος
Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκε ο βροντερός βρυχηθμός του λιονταριού κι ο σκύλος το 'βαλε αμέσως στα πόδια.
– Πού πας, παλιόσκυλο; του φώναξε η αλεπού. Εσύ έλεγες πως κυνηγούσες το λιοντάρι, και τώρα δεν στέκεσαι ν' ακούσεις ούτε το βρυχηθμό του;
Ο κοιμισμένος Σκύλος και ο Λύκος
Κάποτε, έξω από ένα σπίτι εξοχικό κοιμόταν ένας σκύλος.
Στο σπίτι δεν ήτανε κανείς. Είχανε φύγει όλοι κι είχαν αφήσει το σκύλο να το φυλάει.
Ο σκύλος, όμως, ήτανε κουρασμένος, γιατί όλη τη νύχτα τριγυρνούσε, γαβγίζοντας κι έπειτα όλη την ημέρα λαγοκοιμότανε κι αυτό βαστούσε μια βδομάδα τώρα, από τότε που έλειπαν οι άνθρωποι του σπιτιού. Ήτανε και νηστικός, είχε αδυνατίσει από την πείνα κι έτσι εκείνο το βράδυ, τον πήρε ο ύπνος και δεν κατάλαβε το λύκο, παρά τη στιγμή που πηδούσε απάνω του, έτοιμος να τον φάει.
– Άφησέ με, σε παρακαλώ, κυρ – λύκο, τον παρακάλεσε. Τι θα καταλάβεις αν με φας τώρα, που είμαι αδύνατος; Περίμενε λίγες μέρες, που το αφεντικό μου θα κάνει τους γάμους του και θα δώσει μεγάλο τραπέζι. Τότε θα φάω πολύ, θα παχύνω κι έτσι κι εγώ θα ζήσω ως τότε και θα χορτάσω μια φορά στη ζωή μου και συ θα ευχαριστηθείς που θα με φας γιατί θα είμαι τετράπαχος.
Читать дальше