– Λάθος κάνεις, του εξήγησε ο ποντικός. Εσύ μπορείς και ζεις στη στεριά, αλλ' εγώ δεν μπορώ να ζήσω μέσα στο νερό.
– Αυτό σε φοβίζει; Θα δέσουμε το ποδάρι μου και το δικό σου μ' ένα σπάγκο κι έτσι θα σε βοηθάω για να μην πνιγείς.
– Τότε έρχομαι, είπε ο ποντικός, που ήταν απονήρευτος.
Τότε ο βάτραχος έδεσε μ' ένα σπάγκο το πόδι του με το πόδι του ποντικού και πήδησε στη λίμνη.
Στην αρχή, κολυμπούσαν κι οι δυο μαζί, έπειτα όμως ο βάτραχος έκανε ένα μακροβούτι και τράβηξε και τον ποντικό μαζί του.
Ο καημένος ο ποντικός πνίγηκε και βγήκε, φουσκωμένος από το νερό που είχε πιει χωρίς να θέλει, στην επιφάνεια του νερού.
Εκείνη τη στιγμή, περνούσε από πάνω ένα περδικογέρακο. Είδε τον πεθαμένο ποντικό, τον άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε ψηλά. Αλλά, μαζί με τον ποντικό, πήρε και το βάτραχο που, καθώς ήτανε δεμένος μαζί του με το σπάγκο, δεν μπόρεσε να γλιτώσει.
Κι έτσι τιμωρήθηκε ο βάτραχος για την κακία του.
Σ' ένα μεγάλο, παμπάλαιο σπίτι, με πολλά πατώματα και πολλά δωμάτια, οι ποντικοί είχανε πληθύνει κι είχαν γίνει στρατός ολόκληρος.
Οι άνθρωποι που έμεναν σ' αυτό το σπίτι, πήρανε πολλές γάτες και, μέρα νύχτα γινόταν άγριος πόλεμος εκεί μέσα, ανάμεσα στις γάτες και στους ποντικούς. Μόλο που οι γάτες ήταν πολύ λιγότερες, οι ποντικοί την πάθαιναν πάντοτε κι όταν το 'βαζαν στα πόδια, για να κρυφτούνε στις ποντικότρυπές τους, άφηναν αρκετούς συντρόφους τους στα νύχια των γάτων, που τους κυνηγούσαν .
Είδαν κι απόειδαν οι ποντικοί, πως δεν τα βγάζουν πέρα με τις γάτες και, μια νύχτα, μαζεύτηκαν όλοι μαζί σ' ένα υπόγειο κι άρχισαν να συζητούν τι έπρεπει να γίνει, για να κερδίσουν σ' εκείνο τον άγριο πόλεμο, όπου πάντοτε, ως τότε, ήταν οι νικημένοι.
– Να πέσουμε όλοι μαζί πάνω στις γάτες και ν' αρχίσουμε να τις δαγκώνουμε, ώσπου να τις κομματιάσουμε όλες! πρότεινε ένας.
– Μας χρειάζονται αρχηγοί, που να κυβερνάνε το στρατό μας και να κάνουν τα σχέδια για τις μάχες! πρότεινε ένας άλλος ποντικός.
Αυτή η πρόταση άρεσε σε όλους τους ποντικούς. Διάλεξαν λοιπόν τους πιο δυνατούς και τους ονόμασαν αρχηγούς τους.
Οι αρχηγοί σκέφτηκαν πως, για να φαίνεται το αξίωμά τους, έπρεπε να ξεχωρίζουν από τους άλλους ποντικούς κι αποφάσισαν να κολλήσουν στα κεφάλια τους κέρατα.
Έτσι στολισμένοι, ξεκίνησαν την άλλη μέρα, επικεφαλής όλων των ποντικών, για να πολεμήσουν τις γάτες. Αλλ' οι γάτες νίκησαν πάλι, οι ποντικοί έτρεξαν να κρυφτούνε στις τρύπες τους κι οι αρχηγοί τους έμειναν απέξω και τους έφαγαν οι γάτες, γιατί τα κέρατα που στόλιζαν τα κεφάλια τους, τους εμπόδιζαν να χωθούνε στις ποντικότρυπες.
Κάποτε, ένας χωρικός, που του χρειαζόταν ένας γάιδαρος, μόλο που είχε κι άλλους, πήγε στην αγορά την ημέρα που έφερναν πολλοί τα ζώα τους να τα πουλήσουν.
Βρήκε λοιπόν κάποιον, που πουλούσε το γάιδαρο του και πήγε να τον εξετάσει.
– Μην τον κοιτάζεις καθόλου, του λέει εκείνος που τον πουλούσε. Είναι πολύ καλός γάιδαρος.
– Για καλός φαίνεται, αλλά πρέπει να τον δοκιμάσω πρώτα, είπε αυτός που ήθελε να τον αγοράσει.
– Πόσον καιρό θέλεις για να τον δοκιμάσεις;
– Μια μέρα μονάχα.
– Αν είναι για μια μέρα, δέχομαι.
Συμφώνησαν μετά την τιμή κι έπειτα ο χωρικός, που θ' αγόραζε το γάιδαρο με δοκιμή, τον πήρε και τον πήγε στο χτήμα του.
Όταν έφτασε εκεί, τον έβαλε μέσα στο στάβλο, όπου είχε κι άλλους γαϊδάρους, και πήγε να κοιμηθεί.
Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα, η πρώτη του δουλειά ήταν να πάει στο στάβλο, να δει τι κάνει ο καινούριος γάιδαρος.
Τον βρήκε λοιπόν να στέκεται πλάι σ' έναν άλλο γάιδαρο, που ήταν ο πιο τεμπέλης κι ο πιο φαγάς απ' όσους είχε στο χτήμα του.
Τον πήρε τότε και τον πήγε πίσω στην αγορά.
– Δε θα τον πάρω, είπε στον πουλητή.
– Γιατί; Πότε τον δοκίμασες κιόλας; απόρησε εκείνος.
– Δεν χρειαζότανε μεγάλη δοκιμή, του εξήγησε ο χωρικός. Τον έβαλα στο στάβλο κι αυτός πήγε αμέσως κι έπιασε φιλίες με τον πιο τεμπέλη και φαγά γάιδαρο που έχω. Έτσι κατάλαβα πως το ίδιο θα 'ναι κι αυτός.
Ο Γάιδαρος και το Σκυλάκι
Κάποτε, ένας άνθρωπος είχε ένα γάιδαρο κι ένα σκυλάκι.
Το καλοκαίρι, έτρωγε έξω, στην αυλή του, κάτω από μια κληματαριά, και το σκυλάκι του έκανε συντροφιά.
Κουνούσε την ουρά του, πηδούσε στα γόνατά του, χαϊδευότανε, κι εκείνος έπαιρνε από το πιάτο του φαγητό και του έδινε. Ο γάιδαρος, που ζούσε κι αυτός σ' εκείνη την αυλή, έτρωγε μόνο σανό, ή κανένα παλιοχόρταρο, όταν του έριχναν.
Έβλεπε το σκυλάκι, που το περιποιότανε το αφεντικό τους και ζήλευε.
Читать дальше