Όλη την ημέρα, που οι άνθρωποι ήταν ξύπνιοι και τριγυρνούσαν μέσα στο σπίτι, το πουλί καθότανε, φοβισμένο, μέσα στο κλουβί του και δεν άνοιγε το ράμφος του για να πει ούτε ένα «τσίου».
Όταν όμως νύχτωνε κι οι άνθρωποι κοιμόντουσαν, το φυλακισμένο πουλί δεν φοβόταν πια κι έλεγε τον πόνο του κελαηδώντας.
Μια νυχτερίδα, που είχε τη φωλιά της σε κάτι ερείπια, εκεί κοντά, κι έβγαινε τη νύχτα για να κυνηγήσει, το πρόσεξε αυτό. Κι ένα βράδυ, πήγε έξω από το κλουβί και ρώτησε το πουλί:
– Δεν μου λες, γιατί όλη την ημέρα μένεις σιωπηλό και όταν έρθει η νύχτα αρχίζεις και κελαηδάς;
– Γιατί την ημέρα φοβάμαι, της εξήγησε το πουλί. Μέρα ήταν όταν κελαηδούσα στο δάσος και μ' έπιασαν οι άνθρωποι και μ' έκλεισαν σ' αυτή τη στενή τη φυλακή. Από τότε λοιπόν, έβαλα κι εγώ μυαλό και κελαηδάω μόνο τη νύχτα.
– Τώρα είναι αργά, που το σκέφτηκες, του αποκρίθηκε η νυχτερίδα. Έπρεπει να φυλάγεσαι από τους ανθρώπους όταν ήσουν ελεύθερο. Τώρα, όσο κι αν φυλάγεσαι, δεν ωφελεί σε τίποτα, μια που σ' έχουνε πια φυλακισμένο.
Σ' ένα κοτέτσι, στην εξοχή, πλάι σ' ένα μεγάλο δάσος, αρρώστησε μια κότα και σιγά – σιγά, κόλλησαν κι οι άλλες κι αρρώστησαν όλες μέσα στο κοτέτσι.
Η γριά, που έμενε σ' εκείνο το εξοχικό σπιτάκι ολομόναχη, όταν είδε τις κότες τις άρρωστες, έκαψε θειάφι μέσα στο κοτέτσι, ελπίζοντας να γιατρευτούν με τον καπνό του, αλλά κι αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Κίνησε λοιπόν να πάει στο χωριό, για να ρωτήσει μήπως υπάρχει κανένα φάρμακο, για να γιατρέψει τις άρρωστες κότες της.
Ένας αγριόγατος, που ζούσε μέσα στο δάσος, είχε μάθει πως οι κότες της γριάς ήταν άρρωστες κι όταν την είδε να φεύγει από το σπιτάκι της, για να πάει στο χωριό, σκέφτηκε πως η ευκαιρία ήταν κατάλληλη για να φάει τις κότες.
Το κοτέτσι όμως ήτανε κλεισμένο καλά κι έπρεπε να βρει τρόπο να μπει μέσα.
Ο πονηρός αγριόγατος, λοιπόν, πήγε και στήθηκε έξω από το κοτέτσι κι άρχισε να φωνάζει, αλλάζοντας όσο μπορούσε τη φωνή του:
– Εδώ ο καλός γιατρός! Όλες τις αρρώστιες τις γιατρεύω! Ανοίχτε μου να σας γιατρέψω!
Οι κότες όμως τον κατάλαβαν ποιος ήταν και του φώναξαν, μέσα από το κοτέτσι τους:
– Εμείς θα γιατρευτούμε, να φύγεις εσύ, κυρ – αγριόγατε.
Κι ο αγριόγατος έβαλε το κεφάλι κάτω και ξαναγύρισε στο δάσος, γιατί κατάλαβε πως, με τις πονηριές του, δεν κέρδιζε τίποτα.
Μια μέρα ένας τόνος έπαιζε στη θάλασσα με κάτι άλλους συντρόφους του.
Ήταν ο πιο μεγάλος κι ο πιο δυνατός απ' όλους και καμάρωνε για τη γυαλιστερή του ράχη, που έλαμπε στον ήλιο και για την ευλύγιστη ουρά του, που τον βοηθούσε να πλέει τόσο γρήγορα πάνω στα νερά, ώστε οι άλλοι τόνοι, που δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμοι, ούτε τόσο δυνατοί όσο αυτός, δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.
Ήτανε καλοκαίρι, ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό κι έκανε τη θάλασσα ν' αστράφτει, σάμπως να είχε σκορπίσει μυριάδες διαμαντάκια πάνω στην επιφάνειά της. Κι ο μεγάλος τόνος ήταν ευχαριστημένος και περήφανος για την ομορφιά του και τη δύναμή του κι έπαιζε με τους άλλους τόνους, κοπάδι ολόκληρο, που του κάκου προσπαθούσαν να τον φτάσουν.
Ξαφνικά, οι μικρότεροι τόνοι, που βρίσκονταν στην άκρη του κοπαδιού, σκόρπισαν τρομαγμένοι κι οι άλλοι τους μιμήθηκαν, αφήνοντας τον μεγάλο τόνο ολομόναχο. Γύρισε εκείνος πίσω του και τι να δει: ένα μεγάλο δελφίνι είχε πέσει πάνω στο κοπάδι των τόνων, το είχε σκορπίσει και τώρα χυμούσε απάνω του για να τον φάει.
Ο μεγάλος τόνος έκανε μια βουτιά, ξανανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, εκατό μέτρα πιο μακριά, αλλά το δελφίνι τον κυνηγούσε πάντοτε. Άρχισε τότε να σχίζει τα νερά με τέτοια γρηγοράδα, ώστε δεν πρόφτασε να κρατηθεί κι έπεσε πάνω σε μιαν αμμουδιά. Το δελφίνι, που τον κυνηγούσε να τον φάει, έπλεε κι αυτό τόσο γρήγορα, ώστε βρέθηκε στην αμμουδιά κι άρχισε να ανοιγοκλείνει απελπισμένο το στόμα του, γιατί δεν μπορούσε ν' ανασάνει.
Ένας ποντικός, που ζούσε σ' ένα χωράφι, έπιασε φιλίες μ' ένα βάτραχο, που ζούσε στη διπλανή λιμνούλα.
Ο ποντικός όλο σκάλιζε το χώμα και κάτι έβρισκε να φάει, κι ο βάτραχος πάλι άνοιγε τη στοματάρα του κι έχαβε όσες μύγες τύχαινε να περάσουν μπροστά του.
Αλλ' ο βάτραχος, που ήτανε χασομέρης, ήθελε να 'χει τον ποντικό κοντά του διαρκώς, και θύμωνε που τον έβλεπε να σκαλίζει το χώμα ώρες ολόκληρες.
Αποφάσισε λοιπόν να τον εκδικηθεί, γιατί ήτανε κακός από φυσικού του. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και μια μέρα, του λέει:
– Φίλε μου ποντικέ, εγώ έρχομαι και σου κάνω συντροφιά στο χωράφι σου, αλλά συ δεν ήρθες ποτέ να μου κάνεις συντροφιά στη λιμνούλα μου. Φαίνεται ότι με περιφρονείς.
Читать дальше