Το 'βαλε λοιπόν πείσμα να την εκδικηθεί για τον πετεινό, που του είχε αρπάξει.
Μήνες κράτησε αυτό το άγριο κυνηγητό. Τέλος, το καλοκαίρι, η δυστυχισμένη η αλεπού έπεσε σ' ένα δόκανο, που της είχε στήσει ο άνθρωπος εκείνος.
Όταν την είδε πιασμένη στο δόκανο, ο άνθρωπος έτριψε τα χέρια του χαρούμενος.
– Δεν σου είπα ότι θα σε πιάσω; της φώναξε. Τώρα θα δεις τι έχω να σου κάνω.
Πήρε από το σπίτι του στουπί, το βούτηξε καλά στο λάδι, το 'δεσε γερά στην ουρά της αλεπούς, το άναψε κι έπειτα άνοιξε το δόκανο και την άφησε ελεύθερη.
– Αν σε σκότωνα, θα ψοφούσες μια φορά, της είπε. Τώρα όμως, ώσπου να ψοφήσεις, θα μαρτυρήσεις, γιατί θα καίγεσαι λίγη – λίγη.
Η άμοιρη αλεπού το 'βαλε στα πόδια για να γυρίσει στη φωλιά της. Σε λίγο όμως ένιωσε δυνατό τσούξιμο στην ουρά της κι άρχισε να ουρλιάζει από τους πόνους γιατί καιγότανε.
Έτρεχε λοιπόν σαν τρελή, εδώ και εκεί, μέσα στα σταροχώραφα, προσπαθώντας να πετάξει από την ουρά της εκείνο το αλλόκοτο πράγμα, που την έκαιγε και, καθώς τίναζε την ουρά της, έπιαναν τα στάχυα φωτιά.
Τα στάχυα ήτανε ξερά, έτοιμα για θερισμό κι η φωτιά, από την ουρά της αλεπούς, απλώθηκε σ' όλα τα χωράφια κι έτσι όλα τα σπαρτά άναψαν, κάηκαν κι έγιναν κάρβουνο.
Εκείνα τα χωράφια όμως ήταν του ανθρώπου, που είχε βάλει αναμμένο στουπί στην ουρά της αλεπούς, κι έτσι, όταν πήγε την άλλη μέρα να θερίσει τα στάρια του δε βρήκε ούτε ένα στάχυ όρθιο. Όλα ήταν καρβουνιασμένα.
Ζούσε κάποτε μια χήρα, που ήτανε πλούσια κι είχε δούλες.
Είχε σπίτι μεγάλο και χωράφια κι ήτανε τόσο εργατική, ώστε, μόλις λαλούσε ο πετεινός της, σηκωνότανε από το κρεβάτι της, ξυπνούσε και τις δούλες κι άρχιζε αμέσως τις δουλειές: Έπρεπε να συγυρίσουν το σπίτι, να ζυμώσουν, να ψήσουν ψωμί, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν τις κότες, να βγάλουν την κατσίκα και τη γελάδα στο λιβάδι, για να βοσκήσουν, να κουβαλήσουν ψωμί και φαγητό σ' εκείνους που δούλευαν στα χωράφια…
Οι δουλειές ήταν ατελείωτες κάθε μέρα κι οι δούλες βαρυγκομούσαν.
– Δεν είναι κατάσταση αυτή! έλεγαν.
– Θα πεθάνουμε στα πόδια μας!
– Μας ξυπνάει προτού χαράξει καλά – καλά.
– Μόλις λαλήσει εκείνος ο καταραμένος ο πετεινός της!
Μια από τις δούλες είπε τότε στις άλλες.
– Εκείνος ο πετεινός της τα φταίει όλα. Αν δε λαλούσε νύχτα ακόμα, εμείς θα κοιμόμαστε ως το πρωί.
– Πετεινός είναι, θα λαλήσει. Πώς θα τον εμποδίσουμε;
– Να τον πνίξουμε! πρότεινε μια δούλα.
Οι άλλες βρήκαν σοφή τη συμβουλή της και, το ίδιο βράδυ, μπήκαν κρυφά στο κοτέτσι κι έπνιξαν τον πετεινό.
Αλλά βγήκε χειρότερα γι' αυτές. Γιατί η χήρα, τώρα που δεν είχε τον πετεινό να την ξυπνάει με το λάλημά του, ξυπνούσε πολύ πιο νωρίς, γιατί φοβότανε μήπως δεν προφτάσει τις δουλειές και ξυπνούσε, από κείνη την ώρα, και τις δούλες της.
Ο Γεωργός και το παγωμένο Φίδι
Ένα χειμωνιάτικο πρωί, κάποιος γεωργός, που πήγε να σκαλίσει το χωράφι του, βρήκε καταγής ένα φίδι, παγωμένο από το δυνατό κρύο.
Ο γεωργός ήτανε πολύ πονόψυχος άνθρωπος και το λυπήθηκε.
– Το καημένο το φίδι! μουρμούρισε. Κοκάλωσε από το κρύο και μπορεί να ψόφησε κιόλας. Αλλ' αν δεν είναι ακόμα ψόφιο, μπορεί να συνέλθει με τη ζεστασιά.
Πώς να το ζεστάνει όμως το φίδι;
Να γυρίσει στο σπίτι του και να το βάλει κοντά στ' αναμμένο τζάκι; Ήταν μακριά κι έπρεπε να τελειώσει πρώτα το σκάλισμα του χωραφιού.
«Ας το βάλω στον κόρφο μου», σκέφτηκε. «Εκεί μέσα είναι πιο ζεστά».
Και, πιάνοντας το κοκαλιασμένο φίδι, το 'χωσε στον κόρφο του κι εξακολούθησε τη δουλειά του.
Η δουλειά ήταν βαριά κι ο γεωργός ζεστάθηκε, ίδρωσε.
Μέσα στον κόρφο του ζεστάθηκε και το φίδι το κοκαλιασμένο και συνήρθε από τη νάρκη του.
Και τότε, ευχαριστημένο που βρισκότανε στη ζωή κι έβρισκε και τροφή, δάγκωσε δυνατά το γεωργό στο στήθος του.
Ο δύστυχος σωριάστηκε στο χώμα, σπαράζοντας από τους πόνους, γιατί το φίδι είχε δηλητήριο στο δόντι του.
– Καλά να πάθω, αφού λυπήθηκα έναν αχάριστο… μουρμούρισε ο γεωργός ξεψυχώντας.
Ένας γιδοβοσκός οδήγησε μια μέρα το κοπάδι του στην πλαγιά του βουνού, όπου υπήρχε άφθονο χορτάρι.
Οι γίδες σκόρπισαν, όπως το συνηθίζουν, για να βοσκήσουν κι ο γιδοβοσκός ξάπλωσε στον ίσκιο ενός δέντρου κι άρχισε να παίζει τη φλογέρα του.
Έπειτα έβγαλε από το σακίδιο του ψωμί και τυρί, έφαγε, ήπιε και νερό από την πηγή, που έτρεχε στη ρίζα ενός θεόρατου πλάτανου και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Όταν ξύπνησε ο γιδοβοσκός, ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει.
Читать дальше