Ο χτηματίας κάθισε στο σπίτι και περίμενε, ήσυχος, να 'ρθουν οι κυνηγοί λιονταριών.
Η πολιτεία ήτανε μακριά κι οι άνθρωποι του θα έκαναν δυο μέρες να πάνε και δυο μέρες να γυρίσουν.
– Σε μια βδομάδα, το λιοντάρι θα 'ναι κλεισμένο στο σιδερένιο κλουβί! έλεγε ο χτηματίας στη γυναίκα του κι ήταν ευχαριστημένος από το σχέδιο του.
Στο μεταξύ, όμως, το λιοντάρι, που είχε κλειστεί μέσα στο υποστατικό, πεινούσε κι ήθελε να βγει για να πάει στο δάσος να κυνηγήσει. Προσπάθησε να πηδήσει τον τοίχο και να φύγει, αλλ' ο τοίχος ήτανε τόσο ψηλός, ώστε δεν τα κατάφερε.
Ρίχτηκε τότε στη μάντρα, έσπασε την πόρτα της κι έπεσε απάνω στα πρόβατα.
Μέσα σε δυο μέρες, τα είχε φάει όλα.
Την τρίτη μέρα, μια που δεν είχε άλλα πρόβατα να φάει, έπεσε πάνω στην πόρτα του στάβλου, την έσπασε και πήδησε πάνω στη ράχη μιας γελάδας, δαγκώνοντας με λύσσα το λαιμό της. Η γελάδα σωριάστηκε καταγής και το λιοντάρι την έφαγε.
Την άλλη μέρα, δεν υπήρχε γελάδα ζωντανή μέσα στο στάβλο.
Ο χτηματίας, που άκουγε τα τρομαγμένα βελάσματα των προβάτων, τα μουγκανητά των αγελάδων και τους βρυχηθμούς του λιονταριού, κατάλαβε τι γινότανε μέσα στο υποστατικό και φοβήθηκε μήπως το αγρίμι κατορθώσει και πηδήσει από τον τοίχο και τότε κινδύνευε κι αυτός μέσα στο σπίτι του.
Πήγε λοιπόν κι άνοιξε σιγά – σιγά τη βαριά πόρτα του υποστατικού, για να μπορέσει το λιοντάρι να φύγει προς το δάσος.
– Καλά να πάθεις! του είπε η γυναίκα του, όταν τον άκουσε ν' αναστενάζει. Πώς σου ήρθε να φυλακίσεις ένα θηρίο που, όταν το βλέπεις από μακριά πρέπει να το βάζεις στα πόδια;
Μια φορά, ήταν ένας βοσκός που είχε ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα.
Είχε και δυο μαντρόσκυλα, να τα φυλάνε, αλλά τα σκυλιά αρρώστησαν κάποτε και ψόφησαν, την ίδια μέρα, και τα δυο.
Ο βοσκός στενοχωρήθηκε πολύ, που έχασε τα σκυλιά του, γιατί φοβότανε μην του σπαράξουν τα πρόβατα οι λύκοι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Καμιά στάνη δεν βρισκόταν εκεί κοντά, για να πάρει κανένα σκυλί. Έπρεπε να κάνει μια μέρα δρόμο, για να βρει άλλους βοσκούς και ν' αγοράσει από κείνους κανένα μαντρόσκυλο. Αλλ' αν άφηνε μόνα τους κι αφύλαχτα, μια μέρα ολόκληρη, τα πρόβατά του, φοβότανε μήπως δεν έβρισκε κανένα ζωντανό, όταν θα γύριζε πίσω.
Πήγαινε λοιπόν τα πρόβατά του στη βοσκή συλλογισμένος, εκείνη τη μέρα, όταν ξαφνικά, είδε ένα λύκο να 'ρχεται από πίσω τους.
Ο βοσκός τρομοκρατήθηκε κι ετοιμάστηκε να βάλει τις φωνές, αλλά πρόσεξε πως ο λύκος δεν πείραζε τα πρόβατα, μόνο τ' ακολουθούσε, ήσυχα – ήσυχα, σαν να ήτανε κανένα τσοπανόσκυλο. Καμιά φορά μάλιστα, που ένα πρόβατο πήγαινε να ξεκόψει από το κοπάδι, ο λύκος έτρεχε και το ξανάφερνε πίσω.
– Παράξενος λύκος! μουρμούρισε ο βοσκός. Φέρνεται σαν να ήτανε σκύλος.
Ωστόσο, είχε όλη την ημέρα το νου του στο αγρίμι.
Το βράδυ που γύρισε τα πρόβατα στο μαντρί και τα 'κλεισε μέσα, ο λύκος τον ακολούθησε ως εκεί, κι έπειτα έφυγε, σαν να είχε τελειώσει πια τη δουλειά του.
«Μπορεί να ξανάρθει αργότερα να μου πνίξει τα πρόβατα», σκέφτηκε ο βοσκός.
Κι όλη τη νύχτα, δεν έκλεισε μάτι, παραφυλάγοντας μήπως έρθει ο λύκος.
Αλλά ο λύκος δεν φάνηκε καθόλου. Μόνο το πρωί, που ο βοσκός έβγαλε τα πρόβατά του να τα πάει στο λιβάδι, για να βοσκήσουν, παρουσιάστηκε πάλι ο λύκος και πήγαινε πίσω τους, όλη τη μέρα, και τα φύλαγε, σαν να ήτανε τσοπανόσκυλο.
Πέρασαν έτσι δυο – τρεις εβδομάδες κι ο βοσκός είχε συνηθίσει τον παράξενο εκείνο λύκο και τον τάιζε μάλιστα, όπως τάιζε, άλλοτε, τα σκυλιά του.
Κάποτε, του έτυχε μια δουλειά κι έπρεπε να κατέβει στην πολιτεία.
«Τώρα δε φοβάμαι για τα πρόβατά μου», είπε μέσα του. «Ας είναι καλά ο λύκος που μου τα φυλάει».
Κι έφυγε ήσυχος, αφήνοντας το λύκο να του φυλάει τα πρόβατα.
Όταν όμως γύρισε πίσω στο μαντρί του, την άλλη μέρα, δεν βρήκε ούτε ένα πρόβατο ζωντανό.
– Καλά να πάθω! φώναξε χτυπώντας το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ποιος μου είπε να εμπιστευτώ τα πρόβατά μου σ' ένα λύκο;
Ένας άνθρωπος, κάποτε, τα είχε βάλει με μιαν αλεπού.
Η αλεπού εκείνη δεν ήτανε χειρότερη από τις άλλες, κι ωστόσο εκείνη την αλεπού κυνηγούσε με πείσμα αυτός ο άνθρωπος, γιατί, κάποιο βράδυ, του είχε αρπάξει έναν πετεινό και την κυνήγησε χωρίς να μπορέσει να την πιάσει.
– Πού θα μου πας; της φώναξε. Θα πέσεις κάποτε στα χέρια μου και τότε θα δεις τι θα σου κάνω!
Είχε προσέξει πως εκείνη η αλεπού είχε μια μικρή φούντα άσπρες τρίχες στο σβέρκο της κι έτσι μπορούσε να την ξεχωρίσει απ' όλες τις αλεπούδες.
Читать дальше