— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ, ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ. Ζήτησε να τον μεταθέσουν και είναι τώρα στο Ίνσμπρουκ. Δεν ήθελε πια να μείνει εδώ. Ήταν πολύ δυστυχισμένος. Έκλαιγε σα μικρό παιδί και έπαιζε Μπαχ στο πιάνο ολόκληρες νύχτες. Ω, την αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο δόκτωρ Ρέινχολντ, μα δεν την καταλάβαινε. Και εκείνη δεν τον καταλάβαινε. Γι’ αυτό μιλούσαν τόσο σπάνια, όχι πως είχαν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον. Απόδειξη, πως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χωρίσουν. Εγώ το έλεγα, αν είχαν παιδιά, θα ήταν όλα εν τάξει. Ο καημένος ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ…
— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (доктор Рейнхольд поехал в Инсбрук)! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς (пробормотал машинально Петрос Халкиас; μουρμουρίζω ) χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε (не понимая, что говорит). Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (доктор Рейнхольд поехал в Инсбрук)!...
— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε. Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ!...
Η όψη της λίμνης ήταν αλλιώτικη (облик озера был иным) από κείνην που γνώριζε (/по сравнению/ с тем, который /он/ знал). Ο χειμώνας ήταν προχωρημένος (зима была глубокой: «продвинутой»; προχωρώ — продвигаться ), το κρύο δυνατό (холод — сильным), φορτωμένο υγρασία (насыщенным: «нагруженным» влагой), ο ουρανός θαμπός (небо — мутное), μουσκεμένος (мокрое), ταραγμένος (тревожное). Οι πλαγιές των βουνών (склоны гор), χιονισμένες σχεδόν ως τους πρόποδες (заснеженные почти до подножий; οι πρόποδες — подножие гор /только мн.ч./ ). Κουρέλια ξεσκισμένης ομίχλης (лохмотья рванного тумана) ανέμιζαν γρήγορα στην επιφάνεια των νερών (быстро развевались у поверхности воды) και ανάμεσα στα δάση (и среди лесов). Οι λιγοστές κατοικίες ήταν έρημες (немногочисленные жилища были пусты), τα ξενοδοχεία κατάκλειστα (гостиницы — заперты). Δεν ξεχώριζες ολόγυρα (вокруг было не различить) κανένα ίχνος ζωής (признаков жизни).
Η όψη της λίμνης ήταν αλλιώτικη από κείνην που γνώριζε. Ο χειμώνας ήταν προχωρημένος, το κρύο δυνατό, φορτωμένο υγρασία, ο ουρανός θαμπός, μουσκεμένος, ταραγμένος. Οι πλαγιές των βουνών, χιονισμένες σχεδόν ως τους πρόποδες. Κουρέλια ξεσκισμένης ομίχλης ανέμιζαν γρήγορα στην επιφάνεια των νερών και ανάμεσα στα δάση. Οι λιγοστές κατοικίες ήταν έρημες, τα ξενοδοχεία κατάκλειστα. Δεν ξεχώριζες ολόγυρα κανένα ίχνος ζωής.
Ο Πέτρος Χαλκιάς σταμάτησε στη γέφυρα (Петрос Халкиас остановился на мосту; σταματώ ) όπου είχαν σταθεί μαζί την άλλη φορά (где они стояли вместе в прошлый раз; στέκομαι ). Ακούμπησε πάλι στο κιγκλίδωμα (он опять оперся на перила; ακουμπώ ). Αισθάνθηκε πολύ μικρός (/он/ почувствовал /себя/ очень маленьким), πολύ αδύνατος (очень слабым), χαμένος (потерянным), εξουθενωμένος (изможденным), άδειος (пустым), μες στους γκρίζους αυτούς ατμούς (среди этих серых испарений), μες στην ακατάπαυστη ανατριχίλα της μεγάλης φύσης (в беспрестанном содрогании великой природы), τόσο άδειος (настолько пустым) που δεν ήταν ικανός (что был неспособен) να συλλογιστεί τη δυστυχία του (размышлять о своем несчастье; συλλογίζομαι ), δεν είχε πια τη δύναμη να σκεφτεί (у него не было больше сил думать; σκέφτομαι ).
Ο Πέτρος Χαλκιάς σταμάτησε στη γέφυρα όπου είχαν σταθεί μαζί την άλλη φορά. Ακούμπησε πάλι στο κιγκλίδωμα. Αισθάνθηκε πολύ μικρός, πολύ αδύνατος, χαμένος, εξουθενωμένος, άδειος, μες στους γκρίζους αυτούς ατμούς, μες στην ακατάπαυστη ανατριχίλα της μεγάλης φύσης, τόσο άδειος που δεν ήταν ικανός να συλλογιστεί τη δυστυχία του, δεν είχε πια τη δύναμη να σκεφτεί.
Τα μαύρα κυπαρίσσια (черные кипарисы), αργοκουνιόνταν (медленно качались; αργός — медленный; κουνιέμαι — качаться ), θαμπά και ασύλληπτα (мутные и неуловимые), μες στην ομίχλη (в тумане), σα χωρισμένα από το έδαφος (словно бы оторвавшиеся: «отделенные» от земли) και από την ύλη (и от материи), άδεια και αυτά και μετέωρα (и они пустые и парящие в воздухе; μετέωρος — парящий в воздухе ), ανάμεσα στη ζωή (между жизнью) και την ανυπαρξία (и небытием). Από τα δάση ακούστηκε μια φωνή (из леса послышался крик; ακούγομαι ), μακρινή (долгий), συρτή (протяжный), άσκοπη (бесцельный), μια σπασμένη φωνή πουλιού (надломленный птичий крик). Ένα πουλί πέθαινε ίσως (возможно, какая-то птица умирала) μες στο θολό όραμα (в туманном мираже). Ένα πουλί έλεγε αντίο (какая-то птица говорила «прощай»).
Τα μαύρα κυπαρίσσια, αργοκουνιόνταν, θαμπά και ασύλληπτα, μες στην ομίχλη, σα χωρισμένα από το έδαφος και από την ύλη, άδεια και αυτά και μετέωρα, ανάμεσα στη ζωή και την ανυπαρξία. Από τα δάση ακούστηκε μια φωνή, μακρινή, συρτή, άσκοπη, μια σπασμένη φωνή πουλιού. Ένα πουλί πέθαινε ίσως μες στο θολό όραμα. Ένα πουλί έλεγε αντίο.
Читать дальше