Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα (когда Петрос Халкиас закончил чтение; τελειώνω ), τα χέρια του δεν έτρεμαν πια (его руки больше не дрожали) και είχε ηρεμήσει (и /он/ успокоился; ηρεμώ ). Σηκώθηκε (/он/ встал), έκανε μερικά βήματα (сделал несколько шагов), τεντωμένος (напряженный; τεντώνω — натягивать, растягивать; напрягать ), ψύχραιμος (хладнокровный), κύριος του εαυτού του (владеющий собой: «господин самого себя»). Αισθανόταν δυνατός (он чувствовал себя сильным), συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό (всею душой сосредоточенным на одной цели; συγκεντρώνομαι ), όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης (как раньше накануне битвы).
Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα, τα χέρια του δεν έτρεμαν πια και είχε ηρεμήσει. Σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα, τεντωμένος, ψύχραιμος, κύριος του εαυτού του. Αισθανόταν δυνατός, συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό, όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης.
Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια (в первый раз /он/ бросил начатое дело; παρατώ ). Φρόντισε αμέσως (/он/ тотчас позаботился; φροντίζω ) να αντικατασταθεί στην αποστολή του (чтобы его заменили в поездке; αντικαθιστώμαι ), τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του (спешно уладил все незаконченные дела; τακτοποιώ ) και γύρισε στην Ευρώπη (и вернулся в Европу). Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος (через неделю после получения письма) ήταν στο Παρίσι (/он/ был в Париже) και την επόμενη στη Βιέννη (а на следующей — в Вене).
Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια. Φρόντισε αμέσως να αντικατασταθεί στην αποστολή του, τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του και γύρισε στην Ευρώπη. Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος ήταν στο Παρίσι και την επόμενη στη Βιέννη.
Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ (утром /он/ прибыл в город Магды Рейнхольд), μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο (вошел в гостиницу) και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα (и стал ждать пока наступит, по крайней мере, десять часов). Αναλογίστηκε πολύ καθαρά (/он/ очень ясно осознавал: αναλογίζομαι ) που βρισκόταν (где находится) και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του (и какова была цель его путешествия). Εκείνη τη μέρα (в тот день) παιζόταν η ζωή του ολόκληρη (на кону была: «игралась» вся его жизнь), η ζωή του που δε θα είχε πια κανένα νόημα (его жизнь, которая не имела более никакого смысла), κανένα περιεχόμενο (никакого содержания), κανένα προορισμό (никакого направления), χωρίς αυτήν τη γυναίκα (без этой женщины).
Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ, μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα. Αναλογίστηκε πολύ καθαρά που βρισκόταν και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του. Εκείνη τη μέρα παιζόταν η ζωή του ολόκληρη, η ζωή του που δε θα είχε πια κανένα νόημα, κανένα περιεχόμενο, κανένα προορισμό, χωρίς αυτήν τη γυναίκα.
Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του (словно бы открылся внезапно в его сознании; ξεσκεπάζομαι ) μια εντελώς καινούργια άποψη της ζωής του (совершенно новый взгляд на жизнь), κοίταζε τώρα εκ των υστέρων όλους τους αγώνες του (/он/ смотрел теперь задним числом на всю свою борьбу) και όλο το σκληρό κυνηγητό του του έρωτα (и всю свою жестокую охоту за любовью), σα μια παθιασμένη αναζήτηση της γυναίκας αυτής (как на страстный поиск этой женщины), που επί τέλους, φανέρωνε την ύπαρξή της (которая, наконец-то, обнаруживала свое существование; φανερώνω ).
Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του μια εντελώς καινούργια άποψη της ζωής του, κοίταζε τώρα εκ των υστέρων όλους τους αγώνες του και όλο το σκληρό κυνηγητό του του έρωτα, σα μια παθιασμένη αναζήτηση της γυναίκας αυτής, που επί τέλους, φανέρωνε την ύπαρξή της.
Αυτήν την άγνωστη μορφή (эту незнакомую фигуру), τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης (наполовину различенную в тумане волшебного озера), αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί (/он/ предчувствовал, будучи ребенком), γι’ αυτήν είχε πολεμήσει (из-за нее /он/ воевал) κ’ είχε σκοτώσει (и убивал), αυτήν γύρευε (ее искал) μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του (в трепыхании своей добычи), γι’ αυτήν είχε επιστρέψει (из-за нее /он/ возвратился), χωρίς να το ξέρει (не зная этого), σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες (в эту страну шесть месяцев назад), σαν τραβηγμένος ασυνείδητα (словно бессознательно притянутый), από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου (ностальгией по потерянному раю).
Αυτήν την άγνωστη μορφή, τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης, αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί, γι’ αυτήν είχε πολεμήσει κ’ είχε σκοτώσει, αυτήν γύρευε μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του, γι’ αυτήν είχε επιστρέψει, χωρίς να το ξέρει, σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες, σαν τραβηγμένος ασυνείδητα, από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου.
Читать дальше