— Ίσως (возможно), είπε εκείνος (сказал он).
Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα, βαθιά, μερικές στιγμές, σα να παρατηρούσε ξαφνικά στο ύφος του κάτι που δεν το είχε προσέξει ως τότε.
— Θα ξανάρθετε; ρώτησε.
— Ίσως, είπε εκείνος.
Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη (молодая женщина выбросила сигарету в озеро; πετώ ) με μια αποφασιστική κίνηση (решительным движением).
— Είναι καιρός να γυρίσουμε (пришло время возвращаться: «чтобы мы возвратились»), είπε (сказала она).
Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη με μια αποφασιστική κίνηση.
— Είναι καιρός να γυρίσουμε, είπε.
Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα (/они/ довольно долго: «долгий час» не разговаривали), αφαιρεμένοι κ’ οι δύο (оба погруженные в себя) ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν (в то время как смотрели, пока шли; περπατώ ), τη λίμνη που βυθιζόταν ανεπαίσθητα (на озеро, которое погружалось незаметно; βυθίζομαι ) στις σκιές του βραδιού (в вечерние тени = в вечерний полумрак). Όταν πλησίασαν στο ξενοδοχείο του (когда /они/ приблизились к его гостинице; πλησιάζω ), ξαφνικά της πήρε το χέρι (/он/ внезапно взял ее за руку) και το έσφιξε με δύναμη (и сжал ее с силой; σφίγγω ). Η γειτονιά των κλειστών δωματίων (близость: «соседство» закрытых комнат) τον έβγαζε απότομα από τους ρεμβασμούς του (вывело его резко из размышлений) και ξυπνούσε επιτέλους τον ερωτισμό του (и пробудило наконец его любовное желание; ξυπνώ ). Ήθελε να περάσει τη νύχτα μαζί της (/он/ хотел провести ночь вместе с ней) και της το είπε αμέσως (и тотчас ей это сказал).
Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα, αφαιρεμένοι κ’ οι δύο ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν, τη λίμνη που βυθιζόταν ανεπαίσθητα στις σκιές του βραδιού. Όταν πλησίασαν στο ξενοδοχείο του, ξαφνικά της πήρε το χέρι και το έσφιξε με δύναμη. Η γειτονιά των κλειστών δωματίων τον έβγαζε απότομα από τους ρεμβασμούς του και ξυπνούσε επιτέλους τον ερωτισμό του. Ήθελε να περάσει τη νύχτα μαζί της και της το είπε αμέσως.
Τον κοίταξε κατάπληκτη (/она/ посмотрела на него удивленная), κόκκινη μονομιάς (сразу же покрасневшая), σαν έτοιμη να κλάψει (словно готовая заплакать; κλαίω ).
— Αφήστε με (отпустите меня; αφήνω ), είπε σιγά (сказала /она/ тихо).
Δεν την άφηνε (/он/ ее не отпускал).
— Αφήστε με (отпустите меня), πρόσταξε (приказала /она/; προστάζω ).
Ελευθέρωσε το χέρι της (/она/ освободила руку; ελευθερώνω ) κ’ έφυγε γοργά (и быстро убежала) χωρίς να ξαναγυρίσει προς αυτόν (не оборачиваясь к нему = не оглядываясь).
Τον κοίταξε κατάπληκτη, κόκκινη μονομιάς, σαν έτοιμη να κλάψει.
— Αφήστε με, είπε σιγά.
Δεν την άφηνε.
— Αφήστε με, πρόσταξε.
Ελευθέρωσε το χέρι της κ’ έφυγε γοργά χωρίς να ξαναγυρίσει προς αυτόν.
Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος (Петрос Халкиас остановился на миг в нерешительности: «нерешительный»), μην ξέροντας (не зная) αν θα την ακολουθούσε ή όχι (следовать за ней или нет; ακολουθώ ). Το τρένο του έφευγε σε λίγο (его поезд вскоре уезжал). Οι βαλίτσες του ήταν ήδη τοποθετημένες (его чемоданы уже были погружены: «помещены»; τοποθετώ ) στο λεωφορείο του ξενοδοχείου (в гостиничный автобус), που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σταθμό (который готовился отправится на вокзал; ξεκινώ ). Οι βαλίτσες τον παρέσυραν (чемоданы увлекли его за собой; παρασέρνω ). Πλήρωσε βιαστικά το λογαριασμό του (/он/ поспешно заплатил по счету; πληρώνω ) και πήδηξε στο λεωφορείο (и запрыгнул в автобус; πηδώ ).
Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος, μην ξέροντας αν θα την ακολουθούσε ή όχι. Το τρένο του έφευγε σε λίγο. Οι βαλίτσες του ήταν ήδη τοποθετημένες στο λεωφορείο του ξενοδοχείου, που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σταθμό. Οι βαλίτσες τον παρέσυραν. Πλήρωσε βιαστικά το λογαριασμό του και πήδηξε στο λεωφορείο.
Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα (/он/ прожил в Афинах около месяца). Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές (затем много путешествовал по Европе по работе; ταξιδεύω ), σταθμεύοντας ελάχιστα στο Παρίσι (останавливаясь ненадолго в Париже; σταθμεύω ). Οκτώ μήνες μετά την επίσκεψη στη λίμνη (восемь месяцев спустя после посещения озера), βρισκόταν στη Νέα Υόρκη (/он/ находился в Нью-Йорке; βρίσκομαι ), βυθισμένος σε διαπραγματεύσεις (погруженный в переговоры; βυθίζομαι ) μ’ έναν όμιλο Αμερικανών τραπεζιτών (с группой американских банкиров; о όμιλος — общество; товарищество; группа предприятий ).
Читать дальше