Πράγματι, σε λίγο του φάνηκε πως κάποιος τον περίμενε στην όχθη της λίμνης, κάτω από τα κυπαρίσσια. Μια νέα γυναίκα είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου κ είχε ξεχαστεί κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά. Ήταν ντυμένη απλά και δεν φορούσε καπέλο. Ο Πέτρος Χαλκιάς, από μακριά που την είδε, αν και δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της και το ύφος της, αισθάνθηκε ένα προμήνυμα ομορφιάς, γλύκας και πόνου.
Το τοπίο (место), σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή (словно бы ожидало подходящего момента; προσδοκώ ) για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του (чтобы открыть ему свой истинный образ; φανερώνω ), άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς (опять моментально менялось внутри него и снаружи), εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα (становилось нематериальным и более волшебным, чем всегда; εξαϋλώνομαι — становиться нематериальным; η ύλη — материал ), τον τύλιγε στα κύματα (окатывало его волнами: «заворачивало в волны»; τυλίγω ) μιας ανέκφραστης (невыразимой; εκφράζω — выражать; ανέκφραστος — невыразимый ), σιωπηλής μουσικής (тихой музыки), που άγγιζε οδυνηρά (которая печально затрагивала; αγγίζω ) τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του (самые потаенные струны его души), τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του (самые чувствительные ноты: «места» его существования). Ξαναγινόταν αγόρι (/он/ вновь становился мальчиком), άφθαρτο (неиспорченным), αγνό (невинным), ονειροπαρμένο (мечтательным; το όνειρο — сон; мечта; παίρνω — забирать; ονειροπαρμένος — мечтательный ). Προχώρησε (/он/ прошел вперед; προχωρώ ), κατακτημένος από πριν (заранее покоренный; κατακτώ ) και χωρίς να το ξέρει (не зная об этом), φοβισμένος για πρώτη φορά (в первый раз напуганный) από την παρουσία της γυναίκας (присутствием женщины).
Το τοπίο, σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του, άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς, εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα, τον τύλιγε στα κύματα μιας ανέκφραστης, σιωπηλής μουσικής, που άγγιζε οδυνηρά τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του, τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του. Ξαναγινόταν αγόρι, άφθαρτο, αγνό, ονειροπαρμένο. Προχώρησε, κατακτημένος από τα πριν και χωρίς να το ξέρει, φοβισμένος για πρώτη φορά από την παρουσία της γυναίκας.
Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του (она, как только услышала его шаги), στράφηκε (повернулась; στρέφομαι ) και τον κοίταξε με περιέργεια (и посмотрела на него с любопытством). Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεώτερη του (/она/ была на лет пятнадцать моложе его), δροσερή ακόμα (еще свежая), αν και λίγο κουρασμένη (хоть и немного усталая). Το βλέμμα της ήταν βαρύ (ее взгляд был тяжелым) από ανεκπλήρωτα όνειρα (из-за неосуществленных мечтаний) και άγνωστες λύπες (и неизвестных печалей), αλλά μαζί και παιχνιδιάρικο (но вместе с тем и игривым), ίσως εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του (возможно, из-за его внезапного присутствия), που έμοιαζε (которое, казалось) ότι την παραξένευε και τη διασκέδαζε (удивляло и развлекало ее; παραξενεύω ).
Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του, στράφηκε και τον κοίταξε με περιέργεια. Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεώτερη του, δροσερή ακόμα, αν και λίγο κουρασμένη. Το βλέμμα της ήταν βαρύ από ανεκπλήρωτα όνειρα και άγνωστες λύπες, αλλά μαζί και παιχνιδιάρικο, ίσως εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του, που έμοιαζε ότι την παραξένευε και τη διασκέδαζε.
Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά (Петрос Халкиас молча посмотрел на нее), άβουλος και αδέξιος (нерешительный и неуклюжий) σαν παιδί (словно ребенок). Του φάνηκε (ему показалось) πως την ήξερε (что /он/ ее знал). Του φάνηκε (ему показалось) κι ανατρίχιασε για μια στιγμή (и на миг /он/ содрогнулся; ανατριχιάζω ) πως ξαναέβλεπε (что /он/ вновь видел) μια γνώριμή του (одну свою знакомую) και πολύ αγαπημένη νεκρή (и очень любимую умершую).
Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά, άβουλος και αδέξιος σαν παιδί. Του φάνηκε πως την ήξερε. Του φάνηκε (κι ανατρίχιασε για μια στιγμή) πως ξαναέβλεπε μια γνώριμή του και πολύ αγαπημένη νεκρή.
Μα δεν ήταν (но /это/ не была) η κόρη της Αθήνας (ни афинская дева) ούτε η Ρωσίδα (ни русская) ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ (ни турчанка из Ушака), ούτε καμιά από όλες αυτές (ни одна из всех тех) που είχαν γεμίσει (что заполнили; γεμίζω ) με το πολύμορφο και πολύγλωσσο πλήθος τους (своей многообразной и многоязычной толпой) τη ζωή του (его жизнь). Ήταν άλλη (/она/ была другой). Ήταν ίσως όλες αυτές μαζί (возможно, /она/ была всеми ими вместе /взятыми/) και κάτι αλλιώτικο συνάμα (и одновременно чем-то иным).
Читать дальше