— Νομίζω, μουρμούρισε (думаю, — пробормотал /он/; μουρμουρίζω ), πως ειδωθήκαμε κάποτε (что /мы/ уже когда-то встречались; βλέπομαι )
Μα δεν ήταν η κόρη της Αθήνας ούτε η Ρωσίδα ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ, ούτε καμιά από όλες αυτές που είχαν γεμίσει με το πολύμορφο και πολύγλωσσο πλήθος τους τη ζωή του. Ήταν άλλη. Ήταν ίσως όλες αυτές μαζί και κάτι αλλιώτικο συνάμα.
— Νομίζω, μουρμούρισε, πως ειδωθήκαμε κάποτε.
Δεν το πίστευε, ωστόσο (впрочем, /он/ не верил /в/ /то/), πως την είχε ξαναδεί (что уже ее встречал). Αυτήν τη φράση (эту фразу) την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές (/он/ иногда использовал; χρησιμοποιώ ) για να πιάσει γνωριμία (чтобы познакомиться: «схватывать знакомство»; πιάνω γνωριμία — знакомиться ) με γυναίκες άγνωστες (с незнакомыми женщинами), που έμοιαζαν ότι εννοούσαν (которые, казалось, собирались: «подразумевали»; εννοώ ) να κρατούν τα προσχήματα (соблюдать: «держать» условности). Τώρα που δεν εύρισκε (теперь, когда /он/ не находил) τι να πει (что сказать), η τυπική αυτή και κούφια φράση (эта стандартная и пустая фраза) ερχόταν αυθόρμητα να τον βοηθήσει (непроизвольно пришла ему на помощь: «чтобы ему помочь»).
— Δε θυμούμαι (не припоминаю), αποκρίθηκε εκείνη (ответила она; αποκρίνομαι ).
Δεν το πίστευε, ωστόσο, πως την είχε ξαναδεί. Αυτήν τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές για να πιάσει γνωριμία με γυναίκες άγνωστες, που έμοιαζαν ότι εννοούσαν να κρατούν τα προσχήματα. Τώρα που δεν εύρισκε τι να πει, η τυπική αυτή και κούφια φράση ερχόταν αυθόρμητα να τον βοηθήσει.
— Δε θυμούμαι, αποκρίθηκε εκείνη.
Μα το ύφος της (но ее вид) δεν τον έδιωχνε (не прогонял его; διώχνω ), χωρίς να του υπόσχεται και τίποτα (ничего при этом не обещая). Το ύφος της (ее вид) του έδινε την άδεια (давал ему разрешение = своим видом /она/ разрешала ему) να μένει κοντά της (остаться рядом с ней) αν δεν βαριόταν (если ему не было скучно; βαριέμαι ), αν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει (и если ему нечего было больше: «лучше» делать). Έμεινε (/он/ остался) και σιγά-σιγά βρήκαν θέματα συνομιλίας (и постепенно /они/ нашли темы для разговора).
Μα το ύφος της δεν τον έδιωχνε, χωρίς να του υπόσχεται και τίποτα. Το ύφος της του έδινε την άδεια να μένει κοντά της αν δεν βαριόταν, αν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Έμεινε και σιγά-σιγά βρήκαν θέματα συνομιλίας.
Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί (некоторое время /они/ шли вместе; περπατώ ), στην όχθη (по берегу), κουβεντιάζοντας σιγανά (негромко разговаривая) για πράγματα αδιάφορα (об отвлеченных: «безразличных» вещах). Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά (потом она стала рассказывать) για την παιδική της ηλικία (о своем детстве: «детском возрасте»). Είχε γεννηθεί εκεί κοντά (/она/ родилась там неподалеку; γεννιέμαι ), στην μικρή πόλη (в маленьком городе) που απείχε μισή ώρα με το τρένο (который находился в получасе /езды/ на поезде; απέχω — отстоять; находится на расстоянии ), κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη (и ее родители регулярно привозили ее на озеро) κάθε καλοκαίρι (каждое лето). Από πολύ μικρή (с малых лет) είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο (/она/ полюбила этот пейзаж) και της άρεζε (и ей нравилось) να πλανιέται μόνη στις όχθες (бродить по берегам в одиночестве: «одной»; πλανιέμαι ) και να τραγουδά (и петь). Η ηχώ της λίμνης (озерное эхо) αποκρινόταν στο τραγούδι της (отвечало на ее пение; αποκρίνομαι ) και της φαινόταν τότε (и тогда ей казалось) πως δεν ήταν μόνη (что /она/ была не одна), πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της (что кто-то понимал ее любовь).
Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί, στην όχθη, κουβεντιάζοντας σιγανά για πράγματα αδιάφορα. Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά για την παιδική της ηλικία. Είχε γεννηθεί εκεί κοντά, στην μικρή πόλη που απείχε μισή ώρα με το τρένο, κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη κάθε καλοκαίρι. Από πολύ μικρή είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο και της άρεζε να πλανιέται μόνη στις όχθες και να τραγουδά. Η ηχώ της λίμνης αποκρινόταν στο τραγούδι της και της φαινόταν τότε πως δεν ήταν μόνη, πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της.
Μα κάποτε (но иногда), τα βράδια ιδίως (особенно, по вечерам), και μάλιστα όταν είχε ομίχλη (и, конечно, когда был туман), η φωνή της λίμνης (голос озера) ηχούσε τόσο παράξενα (звучал так странно; ηχώ ), τόσο αλλιώτικη (так непохоже) από τη φωνή των ανθρώπων (на человеческий голос), που την έπιανε φόβος (что ее охватывал страх; πιάνω ) κ’ έφευγε τρέχοντας (и /она/ быстро убегала: «убегала, бежа»; φεύγω; τρέχω ) προς τις κατοικίες (к домам). Τη νύχτα (ночью) έβλεπε στον ύπνο της (/она/ видела во сне) μια πράσινη μάγισσα (зеленую колдунью), ωραιότατη και κακιά (очень красивую и злую), που την κοίταζε παράξενα (которая странно смотрела на нее) μες από την ομίχλη (из тумана), σα να την προσκαλούσε (словно бы звала ее: «приглашала»; προσκαλώ ).
Читать дальше