Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα. Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές, σταθμεύοντας ελάχιστα στο Παρίσι. Οκτώ μήνες μετά την επίσκεψη στη λίμνη, βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, βυθισμένος σε διαπραγματεύσεις μ’ έναν όμιλο Αμερικανών τραπεζιτών.
Όλο αυτό το διάστημα (все это время) η ανάμνηση της λίμνης (воспоминание об озере) τον είχε επισκεφτεί συχνά (часто его посещало; επισκέπτομαι ), ανακατωμένη τώρα (смешанное теперь) με την ανάμνηση μιας γυναικείας μορφής (с воспоминанием о женском образе), μισοειδωμένης (наполовину различенном: «увиденным»; ιδωμένος — увиденный; μισός — половинный; μισοειδωμένος — наполовину различенный, увиденный ), που δε θυμόταν καλά-καλά τα χαρακτηριστικά της (черты которого /он/ едва помнил: «хорошо не помнил»), μα που δέσποζε, ωστόσο (но который, однако, господствовал), στη μνήμη του (в его памяти), σαν ένα παραμυθένιο όραμα (словно сказочное видение), γεννημένο από την ανατριχίλα των δασών (рожденное из дрожи лесов) και την άχνη του νερού (и водной дымки).
Όλο αυτό το διάστημα ή ανάμνηση της λίμνης τον είχε επισκεφτεί συχνά, ανακατωμένη τώρα με την ανάμνηση μιας γυναικείας μορφής, μισοειδωμένης, που δε θυμόταν καλά-καλά τα χαρακτηριστικά της, μα που δέσποζε, ωστόσο, στη μνήμη του, σαν ένα παραμυθένιο όραμα, γεννημένο από την ανατριχίλα των δασών και την άχνη του νερού.
Μια νύχτα, στον ύπνο του (однажды ночью, во сне), είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα (/он/ очень четко увидел зеленую волшебницу) μες στην ομίχλη (в тумане), την είχε ακούσει να τραγουδά (услышал, как /она/ поет) κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της (и узнал ее взгляд; αναγνωρίζω ) και τη φωνή της (и ее голос). Ήταν αυτή (/это/ была она) και τον καλούσε (и /она/ его звала; καλώ ), ήταν το στοιχείο της λίμνης (/это/ был призрак озера; το στοιχείο — элемент; призрак ). Τη νύχτα εκείνη αποφάσισε (в ту ночь /он/ решил; αποφασίζω ) να ξαναπάει εκεί (поехать туда вновь), μα την επόμενη (но на следующий /день/) γέλασε με τον εαυτό του (/он/ посмеялся над самим собой; γελάω ).
Μια νύχτα, στον ύπνο του, είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα μες στην ομίχλη, την είχε ακούσει να τραγουδά κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της και τη φωνή της. Ήταν αυτή και τον καλούσε, ήταν το στοιχείο της λίμνης. Τη νύχτα εκείνη αποφάσισε να ξαναπάει εκεί, μα την επόμενη γέλασε με τον εαυτό του.
Το κάτω-κάτω (в конце концов), η γυναίκα της λίμνης (женщина с озера) δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα (была не более чем довольно обычная женщина), απ’ αυτές που συναντά κανείς (из тех, которых можно встретить: «кто-нибудь встречает»), σε μεγάλο αριθμό (в большом количестве), το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών (летом, в гостиницах всех стран), και μάλιστα λιγότερο όμορφη (и, к тому же, менее красивая) και λιγότερο διαλεχτή (и менее изысканная) από κάμποσες (чем довольно многие /женщины/) που είχε αποκτήσει ως τότε (которыми он до этого обладал). Και τι τόπο (и какое место) μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του (могла теперь занять в его жизни) μια γυναίκα (какая-нибудь женщина); Και γιατί αυτή και όχι άλλη (и почему она, а не другая); Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν (и какое для него значение имело) μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη (женщиной больше или меньше);
Το κάτω-κάτω, η γυναίκα της λίμνης δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα, απ’ αυτές που συναντά κανείς, σε μεγάλο αριθμό, το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών, και μάλιστα λιγότερο όμορφη και λιγότερο διαλεχτή από κάμποσες που είχε αποκτήσει ως τότε. Και τι τόπο μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του μια γυναίκα; Και γιατί αυτή και όχι άλλη; Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη;
Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του (днем он легко убеждал себя; πείθω ) πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα (что эта история не имела никакого смысла), μα τις νύχτες συχνά (но по ночам, часто) η ανάμνησή της του γινόταν ασφυκτική (воспоминание о ней становилось удушающим).
Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα, μα τις νύχτες συχνά η ανάμνησή της του γινόταν ασφυκτική.
Ένα βράδυ (однажды вечером), γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης (возвратившись в свою гостиницу в Нью-Йорке), βρήκε μες στην αλληλογραφία του (/он/ нашел в своей корреспонденции; βρίσκω ), ένα γράμμα με αυστριακό γραμματόσημο (письмо с австрийской маркой), φορτωμένο σφραγίδες αρκετών χωρών (обремененное штампами многих стран). Ενώ το άνοιγε (пока /он/ его открывал), είδε πως τα χέρια του έτρεμαν (/он/ увидел, что его руки дрожат; τρέμω ). Προσπάθησε να το διαβάσει (/он/ попытался его прочитать; προσπαθώ ), μα δεν μπορούσε (но не мог). Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα (буквы беспорядочно танцевали; συγκεχυμένος — спутанный, смешанный ). Η εικόνα της λίμνης τον έζωνε (образ озера захватывал: «окружал» его; η ζώνη — пояс; ζώνω — окружать; опоясывать ), τον τύλιγε (опутывал: «заворачивал» его; τυλίγω — свертывать; заворачивать ), σφιχτά (крепко), τυραννικά (мучительно). Τα κυπαρίσσια κουνιόνταν (кипарисы качались; κουνιέμαι ) βίαια και άρρυθμα (яростно и вразнобой: «неритмично»), σα δαρμένα από τη θύελλα (словно бы терзаемые ураганом; δέρνω —бить, драть; терзать ), μες σε μια βαριά (в густом: «тяжелом»), τρικυμισμένη ομίχλη (бушующем тумане).
Читать дальше