Ένα βράδυ, γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης, βρήκε μες στην αλληλογραφία του, ένα γράμμα με αυστριακό γραμματόσημο, φορτωμένο σφραγίδες αρκετών χωρών. Ενώ το άνοιγε, είδε πως τα χέρια του έτρεμαν. Προσπάθησε να το διαβάσει, μα δεν μπορούσε. Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα. Η εικόνα της λίμνης τον έζωνε, τον τύλιγε, σφιχτά, τυραννικά. Τα κυπαρίσσια κουνιόνταν βίαια και άρρυθμα, σα δαρμένα από τη θύελλα, μες σε μια βαριά, τρικυμισμένη ομίχλη.
Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της (письмо в самом деле было от нее) και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της (на нам стояли: «/оно/ содержало» ее имя и адрес; περιέχω ). Λεγόταν Μάγδα Ρέινχολντ (/ее/ звали Магда Рейнхольд) και καθόταν στη μικρή πόλη κοντά στη λίμνη (и проживала /она/ в маленьком городе рядом с озером). Είχε ζητήσει το όνομά του από το ξενοδοχείο (/она/ попросила его имя в гостинице) όπου είχε σταθεί εκείνο το απόγευμα (где /он/ остановился в тот полдень) και του έγραφε στην Αθήνα (и писала ему в Афины), στην πόλη που είχε ορίσει στο δελτίο της αστυνομίας (в город, который /он/ указал в полицейском листке; ορίζω ) ως πόλη του προορισμού του (как город своего назначения).
Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της. Λεγόταν Μάγδα Ρέινχολντ και καθόταν στη μικρή πόλη κοντά στη λίμνη. Είχε ζητήσει το όνομά του από το ξενοδοχείο όπου είχε σταθεί εκείνο το απόγευμα και του έγραφε στην Αθήνα, στην πόλη που είχε ορίσει στο δελτίο της αστυνομίας ως πόλη του προορισμού του.
Το γράμμα της, φαίνεται (ее письмо, кажется), περιπλανήθηκε αρκετά (довольно /долго/ скиталось; περιπλανιέμαι ) σε ταχυδρομικά γραφεία και σε ξενοδοχεία (по почтовым отделениям и гостиницам) ως ότου βρήκε τα ίχνη του (пока не нашло его следы; το ίχνος ) και τον ακολούθησε από μακριά (и последовало за ним издалека), στις μετακινήσεις του (в его поездках: «передвижениях») σαν ένα πιστό ζώο (словно верный зверь). Τον πρόφταινε τέλος στην Αμερική (наконец, /оно/ догнало его в Америке; προφταίνω ) με καθυστέρηση μερικών μηνών (с опозданием в несколько месяцев).
Το γράμμα της, φαίνεται, περιπλανήθηκε αρκετά σε ταχυδρομικά γραφεία και σε ξενοδοχεία ως ότου βρήκε τα ίχνη του και τον ακολούθησε από μακριά, στις μετακινήσεις του σαν ένα πιστό ζώο. Τον πρόφταινε τέλος στην Αμερική με καθυστέρηση μερικών μηνών.
Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό (это письмо было мрачным), ανήσυχο (беспокойным), άρρωστο (болезненным), σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας (словно бы было написано в момент бессознательности). Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας (/она/ говорила ему в порыве отчаяния), πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη (что была ужасно несчастна), πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη (что жизнь ее была суха и бесплодна) σα μια έρημος (словно пустыня), πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο (что ничего не связывало ее с миром; δένω ), πως ευχόταν να πεθάνει (что она желала умереть; εύχομαι ). Του έλεγε για τη λίμνη (/она/ говорила ему об озере) και για την πράσινη μάγισσα της ομίχλης (и о зеленой колдунье в тумане).
Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό, ανήσυχο, άρρωστο, σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας. Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας, πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη, πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη σα μια έρημος, πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο, πως ευχόταν να πεθάνει. Του έλεγε για τη λίμνη και για την πράσινη μάγισσα της ομίχλης.
Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια (/она/ рассказывала ему, что с детских лет), ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης (пока /она/ бродила в одиночестве: «одинокая» на берегах озера) τραγουδώντας ή ονειροπολώντας (распевая или мечтая; τραγουδώ; ονειροπολώ ), είχε πάντα το αίσθημα (у нее всегда было чувство) πως περίμενε κάποιον (что /она/ кого-то ждет), πως κάποιος έμελλε να έρθει εκεί αναπόφευκτα (что кто-то неизбежно должен туда прийти), κάποιος άγνωστος (какой-то незнакомец) που τη γύρευε χωρίς να την ξέρει (который ищет ее, не зная ее), όπως και αυτή (как и она), θα ερχόταν, μαγνητισμένος κι αυτός (пришел бы, также привлеченный) από τη γοητεία της λίμνης (чарами озера), και θα την έσωζε από τη φρίκη της μοναξιάς (и спас бы ее от ужаса одиночества; σώζω ). Τον πρόσμενε ολόκληρα χρόνια (/она/ ждала его годами; προσμένω ), τον καλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της (/она/ звала его всеми силами души; καλώ ).
Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια, ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης τραγουδώντας ή ονειροπολώντας, είχε πάντα το αίσθημα πως περίμενε κάποιον, πως κάποιος έμελλε να έρθει εκεί αναπόφευκτα, κάποιος άγνωστος που τη γύρευε χωρίς να την ξέρει, όπως και αυτή, θα ερχόταν, μαγνητισμένος κι αυτός από τη γοητεία της λίμνης, και θα την έσωζε από τη φρίκη της μοναξιάς. Τον πρόσμενε ολόκληρα χρόνια, τον καλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Читать дальше