Το ζήτημα ήταν απλό (дело было простое), φοβερά απλό (ужасно простое). Είχε περάσει τη ζωή (/он/ провел жизнь) του γυρεύοντας μια γυναίκα (в поисках одной женщины: «ища одну женщину»). Τώρα την είχε βρει (теперь /он/ ее нашел). Ποιος ήταν αρκετά δυνατός (кто был настолько силен) για να του φράξει το δρόμο (чтобы преградить ему дорогу; φράζω ); Ξεκίνησε στα στενά πλακόστρωτα της αυστριακής πολιτείας (/он/ отправился по узким мощеным улочкам австрийского города; το πλακόστρωτο — мощеная улица; η πλάκα — плита; плитка; στρώνω — стелить; выстилать; мостить ), με σφιγμένα τα δόντια (сжав зубы: «со сжатыми зубами»; σφίγγω — сжимать ), όπως είχε μπει άλλοτε στο Ουσάκ (также как он когда-то вошел в Ушак), έτοιμος να τσακίσει αμείλιχτα (готовый безжалостно разрушить; τσακίζω ) κάθε εμπόδιο στο πέρασμά του (любое препятствие на своем пути).
Το ζήτημα ήταν απλό, φοβερά απλό. Είχε περάσει τη ζωή του γυρεύοντας μια γυναίκα. Τώρα την είχε βρει. Ποιος ήταν αρκετά δυνατός για να του φράξει το δρόμο; Ξεκίνησε στα στενά πλακόστρωτα της αυστριακής πολιτείας, με σφιγμένα τα δόντια, όπως είχε μπει άλλοτε στο Ουσάκ, έτοιμος να τσακίσει αμείλιχτα κάθε εμπόδιο στο πέρασμά του.
Χτύπησε την πόρτα της (/он/ постучал в ее дверь; χτυπώ ). Το σπίτι έμοιαζε έρημο (дом казался пустым), με κλεισμένα σχεδόν όλα τα παράθυρά του (с окнами почти всеми закрытыми = почти все окна были закрыты), σιωπηλό (молчаливым). Όπως άλλωστε, και όλος ο δρόμος (как, впрочем, и вся улица). Άργησαν να του ανοίξουν (ему открыли не сразу: «задержались, чтобы ему открыть»).
Χτύπησε την πόρτα της. Το σπίτι έμοιαζε έρημο, με κλεισμένα σχεδόν όλα τα παράθυρά του, σιωπηλό. Όπως άλλωστε, και όλος ο δρόμος. Άργησαν να του ανοίξουν.
Στο τέλος (наконец) πρόβαλε στο κατώφλι (на пороге появилась; προβάλλω ) μια χοντρή (толстая), μεσόκοπη γυναίκα (женщина средних лет), κάτι παραπάνω από υπηρέτρια (немногим больше служанки) και κάτι λιγότερο από κυρία (и немногим меньше госпожи), σαν οικονόμα (вроде экономки) ή πρώην παραμάνα (или бывшей кормилицы), γεμάτη υγεία (полная здоровья), ροδοκόκκινη (розовая), με ύφος περίεργο κα φλύαρο (с видом любопытным и болтливым). Τον κοίταξε προσεχτικά (/она/ внимательно на него посмотрела) με παιχνιδιάρικα και κουτσομπόλικα ματάκια (игривыми глазками сплетницы: «глазками — сплетниками»; ο κουτσομπόλης — сплетник ).
Στο τέλος πρόβαλε στο κατώφλι μια χοντρή, μεσόκοπη γυναίκα, κάτι παραπάνω από υπηρέτρια και κάτι λιγότερο από κυρία, σαν οικονόμα ή πρώην παραμάνα, γεμάτη υγεία, ροδοκόκκινη, με ύφος περίεργο κα φλύαρο. Τον κοίταξε προσεχτικά με παιχνιδιάρικα και κουτσομπόλικα ματάκια.
— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ (здесь живет госпожа Магда Рейнхольд); ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς (спросил Петрос Халкиас).
Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς (толстая женщина сразу же стала нервничать; εκνευρίζομαι ) και γούρλωσε τα ματάκια της (и вытаращила свои глазки), κατάπληκτη και καταλυπημένη (ошеломленная и очень расстроенная; λυπημένος — расстроенный; καταλυπημένος — совершенно, очень расстроенный; πλήττω — ударять; καταπλήσσω — ошеломлять ).
— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ; ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς.
Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς και γούρλωσε τα ματάκια της, κατάπληκτη και καταλυπημένη.
— Η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд), αποκρίθηκε (ответила /она/; αποκρίνομαι ), πέθανε, κύριέ μου (умерла, мой господин; πεθαίνω ), πέθανε τον περασμένο μήνα (умерла в прошлом месяце).
— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд умерла);
— Μάλιστα κύριέ μου (именно, мой господин). Δεν το ξέρατε (вы не знали); Πέθανε από την καρδιά (/она/ умерла от сердца). Ο κύριος δικαστής έφυγε (господин судья уехал) πριν από καμιά δεκαριά μέρες (дней десять назад: «десяток дней назад»).
— Ο κύριος δικαστής (господин судья);
— Η κυρία Ρέινχολντ, αποκρίθηκε, πέθανε, κύριέ μου, πέθανε τον περασμένο μήνα.
— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ;
— Μάλιστα κύριέ μου. Δεν το ξέρατε; Πέθανε από την καρδιά. Ο κύριος δικαστής έφυγε πριν από καμιά δεκαριά μέρες.
— Ο κύριος δικαστής;
— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ (да, господин Рейнхольд), ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ (господин доктор Рейнхольд). Ζήτησε να τον μεταθέσουν (/он/ попросил, чтобы его перевели; ζητώ; μεταθέτω ) και είναι τώρα στο Ίνσμπρουκ (и сейчас /он/ в Инсбруке). Δεν ήθελε πια να μείνει εδώ (/он/ не захотел больше здесь оставаться). Ήταν πολύ δυστυχισμένος (/он/ был очень несчастлив). Έκλαιγε σα μικρό παιδί (/он/ плакал как маленький ребенок) και έπαιζε Μπαχ στο πιάνο ολόκληρες νύχτες (и играл Баха на пианино целыми ночами; παίζω ). Ω, την αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο δόκτωρ Ρέινχολντ (о, доктор Рейнхольд очень любил свою жену), μα δεν την καταλάβαινε (но не понимал ее). Και εκείνη δεν τον καταλάβαινε (и она его не понимала). Γι’ αυτό μιλούσαν τόσο σπάνια (поэтому /они/ так редко разговаривали), όχι πως είχαν κανένα λόγο (а не потому что у них была какая-нибудь причина) να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον (быть недовольными друг другом). Απόδειξη (доказательство), πως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χωρίσουν (/то/, что /они/ никогда не подумали развестись; χωρίζω ). Εγώ το έλεγα (а я говорила), αν είχαν παιδιά (если бы у них были дети), θα ήταν όλα εν τάξει (то все было бы в порядке). Ο καημένος ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (бедный доктор Рейнхольд уехал в Инсбрук)…
Читать дальше