Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε (и однажды незнакомец пришел), στάθηκε μια στιγμή κοντά της (остановился на миг рядом), της έσφιξε το χέρι (сжал ей руку) κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ (и уехал, чтобы никогда больше не вернуться). Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει (великий момент в ее жизни прошел), άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες (бесплодный, как и все остальные). Όταν χωρίστηκαν (когда /они/ расстались; χωρίζομαι ), το βράδυ της συνάντησής τους (вечером в день их свидания), το ένιωσε τόσο έντονα (она настолько сильно это почувствовала), τόσο αληθινά (настолько реально), πως ήταν αυτός (что это был он), πως δεν μπορούσε να είναι άλλος κανείς (что это не мог быть никто другой), ώστε εγκαταλείποντας κάθε είδος αξιοπρέπειας (что, оставив всякого рода приличия: «всякого рода достоинство»; εγκαταλείπω ), έτρεξε πίσω στο ξενοδοχείο του (бросилась: «побежала» обратно в его гостиницу; τρέχω ) να τον ξαναβρεί (чтобы вновь его увидеть).
Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε, στάθηκε μια στιγμή κοντά της, της έσφιξε το χέρι κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ. Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει, άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες. Όταν χωρίστηκαν, το βράδυ της συνάντησής τους, το ένιωσε τόσο έντονα, τόσο αληθινά, πως ήταν αυτός, πως δεν μπορούσε να είναι άλλος κανείς, ώστε εγκαταλείποντας κάθε είδος αξιοπρέπειας, έτρεξε πίσω στο ξενοδοχείο του να τον ξαναβρεί.
Μα είχε ήδη φύγει (но /он/ уже уехал; φεύγω ). Και ίσως καλύτερα (может и лучше), χίλιες φορές καλύτερα (тысячу раз лучше) που είχε φύγει (что /он/ уехал), γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ (потому что /он/ бы никогда ее не понял). Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο (у нее никогда бы не было смелости) να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο (сказать ему все это лицом к лицу). Κι αν του τα έλεγε (и если бы /она/ ему об этом сказала), πως ήταν δυνατό (разве было возможно) να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι (чтобы /он/ поверил в такую сказку; πιστεύω ); Θα την έπαιρνε (/он/ овладел бы ею), όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο (как овладевает путешественник незнакомой женщиной в гостинице), και θα την ξεχνούσε (и забыл бы ее; ξεχνώ ) μόλις ξεκινούσε το τρένο του (как только его поезд отправился бы /в путь/; ξεκινώ ).
Μα είχε ήδη φύγει. Και ίσως καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα που είχε φύγει, γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ. Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο. Κι αν του τα έλεγε, πως ήταν δυνατό να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι; Θα την έπαιρνε, όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο, και θα την ξεχνούσε μόλις ξεκινούσε το τρένο του.
Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά (теперь же /она/ писала ему все это), χωρίς να ξέρει γιατί (не зная зачем), με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό (с чувством, что /она/ обращается к пустоте) ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης (или словно разговаривает с духом озера).
Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά, χωρίς να ξέρει γιατί, με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης.
«Δε φαντάζομαι, έλεγε (я не думаю, — говорила /она/), πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα (что это письмо до вас дойдет: «что это письмо вас найдет»), που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο (которое, не знаю, является ли сумасшедшим или глупым). Δεν είμαι καν σίγουρη (/я/ даже не уверена) πως θα σας το στείλω (что я вам его пошлю; στέλνω ). Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή (возможно, я уничтожу его в последний момент; καταστρέφω ). Μα τι σημαίνει (но имеет ли значение: «но что значит») να το καταστρέψω (уничтожу ли я его) ή να μην το καταστρέψω (или не уничтожу), αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε (ведь ни вы не поймете: «не предвидится, что /вы/ поймете») ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα (не возникала у меня ни на миг надежда) πως είναι δυνατό (что возможно) να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή (чтобы этот удивительный миг вернулся обратно)… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα (если до вас дойдет: «вас достигнет» когда-нибудь это письмо; φτάνω ), κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη (сделайте мне по крайней мере одолжение) να μη γελάσετε μαζί μου (не смеяться надо мной). Είναι η μόνη χάρη (это единственное одолжение) που σας ζητώ (которое я у вас прошу)…».
«Δε φαντάζομαι, έλεγε, πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα, που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο. Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα σας το στείλω. Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή. Μα τι σημαίνει να το καταστρέψω ή να μην το καταστρέψω, αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα πως είναι δυνατό να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα, κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη να μη γελάσετε μαζί μου. Είναι η μόνη χάρη που σας ζητώ…».
Читать дальше