Μα κάποτε, τα βράδια ιδίως, και μάλιστα όταν είχε ομίχλη, η φωνή της λίμνης ηχούσε τόσο παράξενα, τόσο αλλιώτικη από τη φωνή των ανθρώπων, που την έπιανε φόβος κ’ έφευγε τρέχοντας προς τις κατοικίες. Τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της μια πράσινη μάγισσα, ωραιότατη και κακιά, που την κοίταζε παράξενα μες από την ομίχλη, σα να την προσκαλούσε.
Ύστερα παντρεύτηκε (потом /она/ вышла замуж; παντρεύομαι ) και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει (и у нее больше не было желания: «аппетита» петь). Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα (да и зеленой колдуньи /она/ больше не видела). Μα της άρεζε πάντα (но ей всегда нравилось) να πλανιέται κοντά στη λίμνη (бродить рядом с озером) και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια (и думать о детских годах; συλλογίζομαι ).
Ύστερα παντρεύτηκε και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει. Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα. Μα της άρεζε πάντα να πλανιέται κοντά στη λίμνη και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια.
Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα (гуляя, /они/ дошли до моста; περπατώ ), σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης (у маленького устья озера), όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι (откуда начиналась узкая и глубокая река). Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα (/они/ облокотились на перила; ακουμπώ ). Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο (Петрос Халкиас механически предложил сигарету; προσφέρω ) στην άγνωστη (незнакомке).
Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα, σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης, όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι. Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα. Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο στην άγνωστη.
Η αυτόματη αυτή κίνηση του (это механическое движение) ήταν συνήθως πολύ συνειδητή (обычно было совершенно осознанным), γιατί είχε μάθει (потому что /он/ научился) — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως (/он/ и сам не мог объяснить как; εξηγώ ) — να μαντεύει (угадывать) αν μια γυναίκα παραδινόταν (отдастся ли ему женщина; παραδίνομαι ) εύκολα ή δύσκολα (легко или тяжело), θερμά ή ψυχρά (горячо или равнодушно: «холодно»), από τον τρόπο που δεχόταν (по тому, как: «по способу, которым» /она/ принимала; δέχομαι ) την προσφορά του πρώτου τσιγάρου (предложенную первую сигарету: «предложение первой сигареты»). Ήταν ένα από τα μυστικά (это было одним из секретов) της ερωτικής τακτικής του (его любовной тактики).
Η αυτόματη αυτή κίνηση του ήταν συνήθως πολύ συνειδητή, γιατί είχε μάθει — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως — να μαντεύει αν μια γυναίκα παραδινόταν εύκολα ή δύσκολα, θερμά ή ψυχρά, από τον τρόπο που δεχόταν την προσφορά του πρώτου τσιγάρου. Ήταν ένα από τα μυστικά της ερωτικής τακτικής του.
Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη (но там, перед озером), η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα (его тактика потеряла силу; ατονώ ) και δεν συλλογιζόταν πια τίποτα από όλα αυτά (и /он/ более ни о чем из всего этого не думал; συλλογίζομαι ). Το πνεύμα του είχε χαθεί (его душа затерялась; χάνομαι ) σε πράσινα οράματα (в зеленых видениях), εξωτικά και συγκεχυμένα (экзотических и запутанных).
Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη, η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα και δεν συλλογιζόταν πια τίποτα από όλα αυτά. Το πνεύμα του είχε χαθεί σε πράσινα οράματα, εξωτικά και συγκεχυμένα.
Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη (/она/ рассеянно курила; καπνίζω ).
— Δεν ξέρω (я не знаю), είπε (сказала /она/), γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου (почему /я/ вам так много о себе рассказываю).
— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη (и я люблю это озеро), αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς (ответил Петрос Халкиас; αποκρίνομαι ).
— Έχετε ξανάρθει (/вы/ уже приезжали /сюда/?; ξαναέρχομαι — приезжать вновь; ξανά — вновь; опять );
— Ναι, πριν από πολλά χρόνια (да, много лет назад). Υποθέτω προτού γεννηθείτε (полагаю, до того, как /вы/ родились; γεννιέμαι ). Ήμουν παιδί (/я/ был ребенком)…
Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη.
— Δεν ξέρω, είπε, γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου.
— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη, αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς.
— Έχετε ξανάρθει;
— Ναι, πριν από πολλά χρόνια. Υποθέτω προτού γεννηθείτε. Ήμουν παιδί…
Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα (/она/ повернулась и посмотрела ему в глаза; στρέφομαι ), βαθιά, μερικές στιγμές (глубоко, несколько секунд), σα να παρατηρούσε ξαφνικά στο ύφος του κάτι (словно бы внезапно увидела в его внешности что-то; παρατηρώ ) που δεν το είχε προσέξει ως τότε (чего не замечала до этого; προσέχω ).
— Θα ξανάρθετε (/вы/ еще приедете); ρώτησε (спросила /она/).
Читать дальше