Το λύκειό της βρισκότανε στην πλατεία του Ταξιμιού με θαυμάσια θέα της το Βόσπορο. Πίσω από το σχολείο ήτανε μια μεγάλη αυλή και παραπέρα μια δεύτερη αυλή, πολύ μεγαλύτερη, που λεγότανε κατ’ ευφημισμό κήπος, γιατί συνόρευε με κήπους. Ίσως να ήτανε πραγματικά περιβόλι πριν από χρόνια πολλά. Τελείωνε μ’ ένα απότομο κατήφορο, γεμάτο αγριόχορτα, τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα και αγριοσυκιές, που σταματούσε σε γκρεμισμένους τοίχους και άλλα χαλάσματα.
Υπήρχαν στη δεύτερη αυλή (во втором дворе существовали) κι άλλες μισογκρεμισμένες οικοδομές (и другие полуразрушенные строения), παλιοί στάβλοι (старые конюшни) ίσως και σπίτια αμαξάδων (возможно, дома кучеров) και κηπουρών (и садовников) από τον καιρό που το σχολείο μας (/оставшиеся/ с тех времен, когда наша школа) ήτανε κονάκι κανενός άρχοντα της Πόλης (была поместьем какого-нибудь богача из Города ( Город — с загл. буквы — имеется в виду Константинополь /Стамбул/ ). Μα όταν το έφτασα (однако на моей памяти: «когда я его застал»), δεν ήτανε πια παρά ένα πελώριο (/это/ была не более, чем огромная), γραφικό (живописная) και μυστηριακό σαράβαλο (и загадочная развалина), γεμάτο τρεχάματα και φωνές παιδιών (наполненная беготней и детскими голосами). Το γκρέμισαν κατά τα 1920 (к 1920 ее разрушили) κ’ έχτισαν στη θέση του ένα κινηματοθέατρο (и на ее месте построили кинотеатр; χτίζω; το κινηματοθέατρο /уст./ = ο κινηματογράφος ) και στον κήπο εγκαταστάθηκε ένα ρωσικό καμπαρέ (а в саду обосновалось русское кабаре; εγκαθίσταμαι ).
Υπήρχαν στη δεύτερη αυλή κι της μισογκρεμισμένες οικοδομές, παλιοί στάβλοι ίσως και σπίτια αμαξάδων και κηπουρών από τον καιρό που το σχολείο μας ήτανε κονάκι κανενός άρχοντα της Πόλης. Μα όταν το έφτασα, δεν ήτανε πια παρά ένα πελώριο, γραφικό και μυστηριακό σαράβαλο, γεμάτο τρεχάματα και φωνές παιδιών. Το γκρέμισαν κατά τα 1920 κ’ έχτισαν στη θέση του ένα κινηματοθέατρο και στον κήπο εγκαταστάθηκε ένα ρωσικό καμπαρέ.
Εκεί, μες στις τσουκνίδες (там, среди крапивы) και τα ετοιμόρροπα ντουβάρια (и обветшалых стен), με τον περίφημο Βόσπορο στα πόδια μας (со знаменитым Босфорским проливом у наших ног) κι αντίκρυ μας την απέραντη Ασία (и с бесконечной Азией напротив), η φαντασία μας οργίαζε (наша фантазия буйствовала; οργιάζω ) ολημερίς (с утра до вечера). Θέλαμε κ’ εμείς να γίνουμε (мы тоже хотели стать) μυστηριακοί και καταπληκτικοί (загадочными и великолепными) και να κάνουμε πράγματα (и совершать поступки), που δεν τα χωρεί ο νους των κοινών ανθρώπων (которые не вмещает в себя ум простых людей = которые недоступны пониманию простых людей; χωρώ ).
Εκεί, μες στις τσουκνίδες και τα ετοιμόρροπα ντουβάρια, με τον περίφημο Βόσπορο στα πόδια μας κι αντίκρυ μας την απέραντη Ασία, η φαντασία μας οργίαζε ολημερίς. Θέλαμε κ’ εμείς να γίνουμε μυστηριακοί και καταπληκτικοί και να κάνουμε πράγματα, που δεν τα χωρεί ο νους των κοινών ανθρώπων.
Ύστερα, κρύβαμε μες στα θρανία μας (кроме того, /мы/ прятали в партах) κάτι απαγορευμένα και γοητευτικά φυλλάδια (запрещенные и чарующие книжицы: «брошюры»), που διηγούνταν ιστορίες συμμοριών (которые рассказывали истории о бандах) και τα ανδραγαθήματα των θρυλικών αστυνομικών (и подвигах легендарных детективов: «полицейских») Σέρλοκ Χολμς, Νατ Πίνκερτον και Νικ Κάρτερ (Шерлока Холмса, Ната Пинкертона и Ника Картера), και το Σάββατο απόγευμα (а в субботу вечером) μας επιτρέπανε (нам разрешали; επιτρέπω ) και πηγαίναμε μόνοι μας στον κινηματογράφο (ходить самим: «и мы сами ходили» в кинотеатр), όπου βλέπαμε και θαυμάζαμε (где смотрели и восхищались; βλέπω; θαυμάζω ) όλων των ειδών τα κακουργήματα (всякого рода злодействами) και τις μεγάλες πράξεις (и великими деяниями).
Ύστερα, κρύβαμε μες στα θρανία μας κάτι απαγορευμένα και γοητευτικά φυλλάδια, που διηγούνταν ιστορίες συμμοριών και τα ανδραγαθήματα των θρυλικών αστυνομικών Σέρλοκ Χολμς, Νατ Πίνκερτον και Νικ Κάρτερ, και το Σάββατο απόγευμα μας επιτρέπανε και πηγαίναμε μόνοι μας στον κινηματογράφο, όπου βλέπαμε και θαυμάζαμε όλων των ειδών τα κακουργήματα και τις μεγάλες πράξεις.
Γουστάραμε κυρίως τις αμερικάνικες ταινίες (больше всего по вкусу нам приходились американские киноленты; το γούστο — вкус; γουστάρω — нравиться, приходиться по вкусу ), που παρασταίνανε σχεδόν πάντα ένα ξύλινο φρούριο του Φαρ-Ουέστ (в которых почти всегда показывалась: «которые почти всегда изображали» деревянная крепость на Диком Западе; παριστάνω ), που το πολιορκούσαν οι άγριοι Ινδιάνοι (которую осаждали свирепые индейцы; πολιορκώ — осаждать; άγριος — дикий; злой, свирепый, жестокий ), στολισμένοι με φτερά (украшенные перьями; στολίζομαι ) και οπλισμένοι με τόξα και τσεκούρια (и вооруженные луками и томагавками; οπλίζομαι; το τσεκούρι — топор, томагавк ).
Читать дальше