Δεν μπορούσε βέβαια να είναι αυτή, μα ήτανε οπωσδήποτε μια γυναίκα που τον ήξερε, που τον αναγνώρισε, που κάτι ζητούσε απ’ αυτόν. Μια γυναίκα… Ποια γυναίκα; Έξαφνα ο Μεμάς κατάλαβε, το ελαφρό μεθύσι του διαλύθηκε ολότελα από τη μια στιγμή στη άλλη. Είδε ολοκάθαρα τι συνέβαινε και τεντώθηκε, τραχύς κι αυτός, στο προσκλητήριο της μοίρας.
Η Γαλλίδα ήταν εκεί, μπροστά του (там, перед ним, была француженка), αγέρωχη (надменная), σκληρή (жестокая), αστραφτερή από μίσος (сверкающая ненавистью; αστράφτω ) και οπλισμένη μ’ ένα περίστροφο (и вооруженная револьвером; το όπλο — оружие; το περίστροφο ). Τον κοίταξε πάλι βαθιά στα μάτια μερικές στιγμές (/она/ опять посмотрела ему пристально: «глубоко» в глаза несколько мгновений). Κατόπι σήκωσε το όπλο (потом подняла оружие; σηκώνω ) με σίγουρο χέρι (уверенной рукой) και το άδειασε (и разрядила его; αδειάζω ) στα στήθη και στο κεφάλι του Αιγύπτιου (в грудь и голову египтянина; το στήθος ).
Η Γαλλίδα ήταν εκεί, μπροστά του, αγέρωχη, σκληρή, αστραφτερή από μίσος και οπλισμένη μ’ ένα περίστροφο. Τον κοίταξε πάλι βαθιά στα μάτια μερικές στιγμές. Κατόπι σήκωσε το όπλο με σίγουρο χέρι και το άδειασε στα στήθη και στο κεφάλι του Αιγύπτιου.
Ο πλοίαρχος σωριάστηκε νεκρός (капитан упал замертво: «обрушился мертвый»; σωριάζομαι ). Ο Γεράσιμος Ιερωνυμάτος δεν καταδέχτηκε (Герасим Иерониматос счел ниже своего достоинства: «не соизволил»; καταδέχομαι — соблаговолить; снизойти; δεν καταδέχομαι — считать ниже своего достоинства ) να προφυλάξει τη ζωή του (защищать свою жизнь: «сберечь свою жизнь»; προφυλάσσω ). Φέρθηκε πολύ καλά (/он/ повел себя очень хорошо; φέρνομαι ), σαν Εφτανησιώτης άρχοντας (как дворянин с Ионических островов) και σαν αληθινός ναυτικός (и как настоящий моряк). Ολόρθος (выпрямившись: «прямой»), σε στάση προσοχής (внимательно: «в позе внимания»), περίμενε τη σειρά του (он ждал свой очереди). Η σειρά του δεν ήρθε (его черед не наступил; έρχομαι ). Η μουσική κόπασε μονομιάς (музыка тотчас смолкла; κοπάζω ) κ’ έγινε ολόγυρα μεγάλη φασαρία (вокруг началась: «случилась» большая суматоха) και τσαλαπάτημα (и топтание). Είδε καρέκλες να αναποδογυρίζονται (/он/ увидел, как опрокидываются стулья) κι άκουσε ξεφωνητά γυναικών (услышал женские крики: «крики женщин») και γυαλικά που σπάζανε (/звук/ разбивающейся стеклянной посуды: «стеклянную посуду, которая разбивалась»; σπάζω ). Κατόπι, μπήκανε στη μέση οι καραμπινιέροι (затем, вмешались карабинеры: «вошли в середину»; μπαίνω στη μέση — вмешиваться ) και σύρανε στο τμήμα (и уволокли в участок; σέρνω ) καμιά εικοσαριά ανθρώπους (человек двадцать: «какую-нибудь двадцатку человек») και το Μεμά επί κεφαλής (во главе с Мемасом).
Ο πλοίαρχος σωριάστηκε νεκρός. Ο Γεράσιμος Ιερωνυμάτος δεν καταδέχτηκε να προφυλάξει τη ζωή του. Φέρθηκε πολύ καλά, σαν Εφτανησιώτης άρχοντας και σαν αληθινός ναυτικός. Ολόρθος, σε στάση προσοχής, περίμενε τη σειρά του. Η σειρά του δεν ήρθε. Η μουσική κόπασε μονομιάς κ’ έγινε ολόγυρα μεγάλη φασαρία και τσαλαπάτημα. Είδε καρέκλες να αναποδογυρίζονται κι άκουσε ξεφωνητά γυναικών και γυαλικά που σπάζανε. Κατόπι, μπήκανε στη μέση οι καραμπινιέροι και σύρανε στο τμήμα καμιά εικοσαριά ανθρώπους και το Μεμά επί κεφαλής
Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη (в Неаполе состоялся громкий судебный процесс: «большой суд»), ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη (приехал даже один знаменитый адвокат из Рима). Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν (все газеты опубликовали; δημοσιεύω ) τη φωτογραφία της κοπέλας (фотографию девушки) και λεπτομέρειες της ιστορίας της (и подробности ее истории; η λεπτομέρεια ). Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά (суд ее торжественно оправдал; απαλλάσσω ) κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή (а Мемаса отправил на два года в тюрьму). Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε (впрочем, освободили его), σε δέκα οχτώ μήνες (через восемнадцать месяцев) και δεν μπορεί να πει κανείς (да и нельзя сказать: «никто не может сказать») πως κακοπέρασε και πολύ (что /он/ очень плохо провел время; κακοπερνώ ).
Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη, ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη. Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία της κοπέλας και λεπτομέρειες της ιστορίας της. Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή. Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε, σε δέκα οχτώ μήνες και δεν μπορεί να πει κανείς πως κακοπέρασε και πολύ.
Με το ευγενικό του παρουσιαστικό (из-за его благородной внешности) και τους καλούς του τρόπους (хороших манер) και με την άριστη συμπεριφορά του (и примерного поведения), κατάφερε (/ему/ удалось) και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι (расположить к себе стражников: «чтобы стражники взяли его на хорошем глазу»; παίρνω από καλό μάτι — быть расположенным к кому-то, быть у кого-то на хорошем счету; ο φύλακας ) και σαν έφυγε (и когда /он/ уходил) του έκαναν και κομπλιμέντα (/они/ ему даже комплименты говорили). Το κακό είναι πως (плохо было /только/, что), ύστερα από την καταδίκη του (после обвинительного приговора), οι ελληνικές αρχές (греческие власти; η αρχή — начало; власть ) ακυρώσανε το δίπλωμά του (аннулировали его диплом; ακυρώνω ) και σα γύρισε στην πατρίδα (и когда /он/ вернулся на родину; γυρίζω ) δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης (/он/ не был ничем иным, кроме как простым моряком).
Читать дальше