Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή.
— Τον Αράπη σκότωσε! λέει ξαφνικά και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου. Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της. Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει. Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, μα δεν πήγε το χέρι της να τραβήξει απάνω μου. Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας που την πήρε. Παρθένα ήτανε. Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται, μα δε βαστά η καρδιά της να μου κάμει κακό. Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί.
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς (так прозябает Мемас: «так теряет свою жизнь Мемас»), στα καφενεδάκια (в кафе) και στις ταβέρνες του Πειραιά (и тавернах Пирея), και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα (и каждый день /он/ все глубже погружается; βουτώ (α) ) στη μελαγχολία του (в меланхолию) και στη ανημποριά του (и немощь). Δε σκοτίζεται πια (/он/ больше не пытается) να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο (строить из себя лорда в Средиземном море), ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα (или пирата в Красном море). Τώρα πια δεν είναι παρά (теперь /он/ не более чем) ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος (моряк, сраженный любовью; ο έρωτας — любовь; χτυπάω — бить ).
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς, στα καφενεδάκια και στις ταβέρνες του Πειραιά, και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα στη μελαγχολία του και στη ανημποριά του. Δε σκοτίζεται πια να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο, ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα. Τώρα πια δεν είναι παρά ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος.
Η Συμμορία
(Банда)
Μια μέρα (однажды), στο μεγάλο διάλειμμα (на большой перемене) των 10 το πρωί (в десять часов утра: «десяти часов утра»), ο Πέτρος (Петрос), ο Δημητρός (Димитриос), ο Βύρων (Вирон), ο Μαντσουρδέλης (Мадсурделис) και εγώ (и я), αποφασίσαμε να ιδρύσουμε (решили создать; αποφασίζω; ιδρύω — создавать, основывать ) μια συμμορία (банду). Ο Βύρων ήταν ο μεγαλύτερος (Вирон был самым старшим; μεγάλος — μεγαλύτερος — ο μεγαλύτερος ), δηλαδή περίπου δώδεκα χρονών (то есть примерно лет двенадцати). Οι άλλοι όλοι (все остальные) δέκα μ’ έντεκα (десяти-одиннадцати). Είχαμε συναχτεί (/мы/ собрались; συνάγομαι ) σε μια απόμερη γωνιά (в дальнем углу) και τα κρυφολέγαμε πολλή ώρα (и долго: «много времени» секретничали; κρυφός — тайный; κρυφολέω — шушукаться, секретничать ).
Μια μέρα, στο μεγάλο διάλειμμα των 10 το πρωί, ο Πέτρος, ο Δημητρός, ο Βύρων, ο Μαντσουρδέλης και εγώ, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε μια συμμορία. Ο Βύρων ήταν ο μεγαλύτερος, δηλαδή περίπου δώδεκα χρονών. Οι άλλοι όλοι δέκα μ’ έντεκα. Είχαμε συναχτεί σε μια απόμερη γωνιά και τα κρυφολέγαμε πολλή ώρα.
Ήμασταν, άλλωστε (к тому же, мы были), σοβαρότατοι και αρκετά ανήσυχοι (/чрезвычайно/ серьезны: «наисерьезнейшие» и порядком обеспокоены), γιατί νιώθαμε (потому что чувствовали; νιώθω ) πως κάναμε όλοι μαζί (что делаем все вместе) κάτι σπουδαίο και ριψοκίνδυνο (что-то важное и рискованное). Πήραμε αργότερα (позже /мы/ взяли; παίρνω ) κάτι μεγάλα χαρτιά (большие листы бумаги: «большие бумаги») και γράψαμε (и написали), σα να πούμε (как бы сказать), τα καταστατικά της συμμορίας (устав банды), δηλαδή τα μυστικά συνθήματα (то есть секретные пароли), τις ποινές (наказания) που έμελλαν να επιβληθούν στους προδότες (которые должны были быть применены к предателям: «которые предстояло, чтобы были наложены на предателей»; επιβάλλω — налагать, применять ) κι άλλα τέτοια (и все в таком роде: «всякое такое»). Το έμβλημα της συμμορίας (эмблемой банды), ζωγραφισμένο απάνω στα καταστατικά (нарисованной на уставе; ζωγραφίζω ), ήτανε μια νεκροκεφαλή (был череп; νεκρός — мертвый; το κεφάλι /η κεφαλή/ — голова; η νεκροκεφαλή — череп ) κι από κάτω δύο κόκαλα σταυρωτά (а под ним — две скрещенные кости; ο σταυρός — крест; σταυρώνω — скрещивать ). Ο τίτλος της (ее название) «Συμμορία η Μαύρη Χειρ» («Банда Черная Длань»; η χειρ /уст./ = το χέρι — рука ).
Ήμασταν, άλλωστε, σοβαρότατοι και αρκετά ανήσυχοι, γιατί νιώθαμε πως κάναμε όλοι μαζί κάτι σπουδαίο και ριψοκίνδυνο. Πήραμε αργότερα κάτι μεγάλα χαρτιά και γράψαμε, σα να πούμε, τα καταστατικά της συμμορίας, δηλαδή τα μυστικά συνθήματα, τις ποινές που έμελλαν να επιβληθούν στους προδότες κι άλλα τέτοια. Το έμβλημα της συμμορίας, ζωγραφισμένο απάνω στα καταστατικά, ήτανε μια νεκροκεφαλή κι από κάτω δύο κόκαλα σταυρωτά. Ο τίτλος της «Συμμορία η Μαύρη Χειρ».
Το λύκειό μας βρισκότανε (наш лицей находился; βρίσκομαι ) στην πλατεία του Ταξιμιού (на площади Таксим /площадь в Стамбуле, в центре квартала Бейоглу, который исторически был населен греками и армянами/ ) με θαυμάσια θέα προς το Βόσπορο (с великолепным видом на Босфорский пролив). Πίσω από το σχολείο (позади школы) ήτανε μια μεγάλη αυλή (был большой двор) και παραπέρα μια δεύτερη αυλή (и немного подальше — второй двор), πολύ μεγαλύτερη (намного больше /первого/), που λεγότανε κατ’ ευφημισμό κήπος (который для приличия: «деликатно» назывался садом), γιατί συνόρευε με κήπους (поскольку граничил с садами; συνορεύω ). Ίσως να ήτανε πραγματικά περιβόλι (возможно, /он/ и вправду был садом) πριν από χρόνια πολλά (много лет назад). Τελείωνε μ’ ένα απότομο κατήφορο (/он/ заканчивался крутым спуском; τελειώνω ), γεμάτο αγριόχορτα (заросшим: «полным» бурьяном), τσουκνίδες (крапивой), γαϊδουράγκαθα (чертополохом) και αγριοσυκιές (и дикими смоковницами), που σταματούσε σε γκρεμισμένους τοίχους (который заканчивался: «останавливался» у разрушенных стен; σταματώ; γκρεμίζω ) και άλλα χαλάσματα (и других развалин).
Читать дальше