Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ, γιατί οι γυναίκες που γνώριζα δεν κάπνιζαν ποτέ κι αυτό σήμαινε λοιπόν πως ήμουν κατώτερος στην κοινωνία. Οι άλλοι δεν είχανε γνώμη γι’ αυτά τα ζητήματα κ’ έλεγαν πως περιφρονούσαν τις γυναίκες, είτε κάπνιζαν είτε όχι.
Ο Βύρων, βέβαια, ήταν λίγο σνομπ (Вирон, конечно, был немного снобом). Ο Πέτρος πάλι (в то время как Петрос) ήταν ο πιο άταχτος μαθητής του λυκείου (был самым непослушным учеником в лицее), το πιο τρελό παιδί (самым сумасшедшим мальчишкой) που έτυχε να γνωρίσω ποτέ (с которым мне привелось когда-либо познакомиться; τυχαίνω; γνωρίζω ). Τον ήξερα από τον καιρό (/я/ знал его с того времени) που ήμασταν τεσσάρων χρονών περίπου (когда нам было где-то по четыре года) κι από τότε κρατούσε σε αδιάκοπη αγωνία (и уже тогда он держал в непрерывном напряжении; κρατώ ) τις νταντάδες και τις γκουβερνάντες (нянь и гувернанток) του δημοτικού κήπου του Ταξιμιού (в городском саду Таксима).
Ο Βύρων, βέβαια, ήταν λίγο σνομπ. Ο Πέτρος πάλι ήταν ο πιο άταχτος μαθητής του λυκείου, το πιο τρελό παιδί που έτυχε να γνωρίσω ποτέ. Τον ήξερα από τον καιρό που ήμασταν τεσσάρων χρονών περίπου κι από τότε κρατούσε σε αδιάκοπη αγωνία τις νταντάδες και τις γκουβερνάντες του δημοτικού κήπου του Ταξιμιού.
Αργότερα ξέφυγε από κάθε επίβλεψη (позже /он/ вырвался из под какого бы то ни было надзора; ξεφεύγω ) και γυρνούσε το Πέρα ρεμπελεύοντας (и бродил, бездельничая, по Пере; ρεμπελεύω — слоняться без дела; бездельничать; Пера — современный район Бейоглу в Стамбуле ), κρεμνιότανε πίσω από τα αμάξια (повисал сзади на машинах; κρεμνιέμαι ), έπαιζε πετροπόλεμο με τα αλητόπαιδα (бросался камнями: «играл в каменную войну» в уличных мальчишек), φιλονικούσε με τα αδέσποτα σκυλιά (дразнил: «ссорился» беспризорных собак; φιλονικώ — ссориться; зд. дразнить ), έκανε φάρσες στους καταστηματάρχες (подстраивал проделки над владельцами магазинов), πείραζε τους διαβάτες (надоедал прохожим; πειράζω ), απασχολούσε τους αστυφύλακες (причинял хлопоты полицейским; απασχολώ — занимать; надоедать; причинять хлопоты ).
Αργότερα ξέφυγε από κάθε επίβλεψη και γυρνούσε το Πέρα ρεμπελεύοντας, κρεμνιότανε πίσω από τα αμάξια, έπαιζε πετροπόλεμο με τα αλητόπαιδα, φιλονικούσε με τα αδέσποτα σκυλιά, έκανε φάρσες στους καταστηματάρχες, πείραζε τους διαβάτες, απασχολούσε τους αστυφύλακες.
Στο σχολείο (в школе) οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι (учителя были вынуждены) να συνθηκολογούν μαζί του (идти ему на уступки: «заключать соглашения»; συνθηκολογώ ), να τον καλοπιάνουν (заискивать перед ним), να προσπαθούν να αποκτήσουν την εύνοιά του (стараться приобрести его расположение; αποκτώ ), ειδάλλως ήταν αδύνατο (иначе было невозможно) να γίνει μάθημα (чтобы состоялся урок).
Στο σχολείο οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι να συνθηκολογούν μαζί του, να τον καλοπιάνουν, να προσπαθούν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ειδάλλως ήταν αδύνατο να γίνει μάθημα.
Επινοούσε συνεχώς (/он/ постоянно выдумывал; επινοώ ) φάρσες ανεκδιήγητες (неописуемые проделки), κουβαλούσε μαζί του (таскал с собой; κουβαλώ ) και ειδικά εργαλεία (специальные инструменты), κατάστρωνε σχέδια στο χαρτί (строил планы на бумаге; καταστρώνω ), έβγαζε λόγους (говорил речи), κατάφερνε να μεταδώσει τις μανίες του (ему удавалось передать свое воодушевление: «свои мании/страстные желания»; καταφέρνω; μεταδίδω; η μανία — мания; воодушевление; страстное желание ) και το κέφι του (и свое хорошее настроение) σ’ όλη την τάξη (всему классу). Στις αταξίες του (в его шалостях) λάβαιναν μέρος (принимало участие) πλήθος μαθητές (множество учеников), ήταν ολόκληρες παραστάσεις (/это/ были целые представления), που τις σκηνοθετούσε αυτός (которые /он/ режиссировал; σκηνοθετώ ). Τον παρακολουθούσαμε (/мы/ за ним следили; παρακολουθώ ) και τον μιμούμασταν (и подражали ему; μιμούμαι ) όσο μπορούσαμε καλύτερα (насколько могли хорошо).
Επινοούσε συνεχώς φάρσες ανεκδιήγητες, κουβαλούσε μαζί του και ειδικά εργαλεία, κατάστρωνε σχέδια στο χαρτί, έβγαζε λόγους, κατάφερνε να μεταδώσει τις μανίες του και το κέφι του σ’ όλη την τάξη. Στις αταξίες του λάβαιναν μέρος πλήθος μαθητές, ήταν ολόκληρες παραστάσεις, που τις σκηνοθετούσε αυτός. Τον παρακολουθούσαμε και τον μιμούμασταν όσο μπορούσαμε καλύτερα.
Σ’ όλα αυτά (во всем этом) ο καημένος ο Μαντσουρδέλης (бедный Мадсурделис) ήτανε το θύμα (был жертвой). Οτιδήποτε και να συνέβαινε (что бы ни случалось), αυτός έτρωγε στο τέλος (/именно/ он получал: «ел» в конце) τις περισσότερες κατσάδες (большинство нагоняев; η κατσάδα ) και τα πιο δυνατά χαστούκια (и самые сильные оплеухи). Όχι πως το κάναμε επίτηδες (не то чтобы мы специально делали /так/) να ρίχνουμε απάνω του (чтобы свалить на него) τις ευθύνες των πράξεών μας (ответственность за наши поступки), αλλά τον κατάτρεχε, θαρρείς (но, казалось, что его преследует), μια σκληρή και άδικη (жестокий и несправедливый) παιδική ειμαρμένη (детский рок).
Читать дальше