Σ’ όλα αυτά ο καημένος ο Μαντσουρδέλης ήτανε το θύμα. Οτιδήποτε και να συνέβαινε, αυτός έτρωγε στο τέλος τις περισσότερες κατσάδες και τα πιο δυνατά χαστούκια. Όχι πως το κάναμε επίτηδες να ρίχνουμε απάνω του τις ευθύνες των πράξεών μας, αλλά τον κατάτρεχε, θαρρείς, μια σκληρή και άδικη παιδική ειμαρμένη.
Σ’ όλα τα σχολεία, νομίζω (во всех школах, думаю), υπάρχουν συνήθως κάτι τέτοιοι μαθητές (существуют обычно подобные ученики), που δεν είναι σε τίποτα χειρότεροι από τους άλλους (которые ничем не хуже других), μα που είναι αδύνατο (но которым невозможно) να αποφύγουν την τιμωρία (избежать наказания; αποφεύγω ) όταν συμβεί κάποια αταξία (когда произойдет какая-то проделка; συμβαίνω ) ή κάποια ζημιά (или ущерб). Έχουνε κάτι απροσδιόριστο (в них есть что-то неопределенное), κάποιο ύφος (какой-то вид), κάποιον αέρα (какая-то манера держаться; ο αέρας — воздух; вид, манера держаться ), που επισύρει μηχανικά (которая автоматически навлекает; επισύρω ) την οργή των παιδαγωγών (гнев педагогов), ακόμα και των πιο αγαθών (даже самых добрых) και προκαλεί το πάθος των σαδιστών (и вызывает страсть садистов).
Σ’ όλα τα σχολεία, νομίζω, υπάρχουν συνήθως κάτι τέτοιοι μαθητές, που δεν είναι σε τίποτα χειρότεροι από τους άλλους, μα που είναι αδύνατο να αποφύγουν την τιμωρία όταν συμβεί κάποια αταξία ή κάποια ζημιά. Έχουνε κάτι απροσδιόριστο, κάποιο ύφος, κάποιον αέρα, που επισύρει μηχανικά την οργή των παιδαγωγών, ακόμα και των πιο αγαθών, και προκαλεί το πάθος των σαδιστών.
Κ’ ύστερα (а потом) γεννιέται μες στο σχολείο ένα έθιμο (в школе рождается обычай). Ο μαθητής αυτός (этот ученик) πρέπει να φάει ξύλο κανονικά (должен быть выдран: «съесть палку» как положено), είναι άγραφος νόμος (/это/ неписанный закон). Το ξέρει κι ο ίδιος (/он/ и сам это знает) και το περιμένει (и ждет) και δεν κάνει πια τίποτα (и не делает уже ничего) για να προφυλαχτεί (чтобы защититься; προφυλάσσομαι ). Το περιμένει και όλη η τάξη (этого ожидает и весь класс) σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο (словно чего-то естественного и неизбежного). Το ξέρει από πριν κι ο δάσκαλος (это заранее знает и учитель), που καταντά να θεωρεί το ξυλοκόπημα αυτό (который доходит /до/ /того/, что /начинает/ считать эту порку; καταντώ ) σαν ένα μέρος της επαγγελματικής του ρουτίνας (частью своей профессиональной рутины). Ξύλο λοιπόν του Μαντσουρδέλη (так что, порка: «палка» Мадсурделису), για να λειτουργήσει ομαλά (чтобы шла своим чередом: «нормально действовала»; λειτουργώ ) η ρουτίνα του σχολείου (школьная рутина)!
Κ’ ύστερα γεννιέται μες στο σχολείο ένα έθιμο. Ο μαθητής αυτός πρέπει να φάει ξύλο κανονικά, είναι άγραφος νόμος. Το ξέρει κι ο ίδιος και το περιμένει και δεν κάνει πια τίποτα για να προφυλαχτεί. Το περιμένει και όλη η τάξη σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο. Το ξέρει από πριν κι ο δάσκαλος, που καταντά να θεωρεί το ξυλοκόπημα αυτό σαν ένα μέρος της επαγγελματικής του ρουτίνας. Ξύλο λοιπόν του Μαντσουρδέλη, για να λειτουργήσει ομαλά η ρουτίνα του σχολείου!
Ήταν ένα ήσυχο (/это/ был тихий), απλό (простой) και καλόβολο παιδί (и покладистый ребенок) με τραχιά χαρακτηριστικά (с грубыми чертами лица), μ’ ένα μεγάλο κεφάλι (с большой головой) δυσανάλογο με το μπόι του (непропорциональной его росту) και μ’ ένα βλέμμα βαθύ (со взглядом глубоким), ήρεμο (спокойным), γεμάτο αγαθότητα (полным доброты). Δεν παραπονιότανε ποτέ (/он/ никогда не жаловался; παραπονιέμαι ). Έσκυβε το μεγάλο κεφάλι του καρτερικά (/он/ стойко склонял свою большую голову; σκύβω ) κ’ έτρωγε τους μπάτσους (выносил оплеухи: «ел оплеухи») χωρίς να βγάζει τσιμουδιά (не издавая ни звука).
Ήταν ένα ήσυχο, απλό και καλόβολο παιδί με τραχιά χαρακτηριστικά, μ’ ένα μεγάλο κεφάλι δυσανάλογο με το μπόι του και μ’ ένα βλέμμα βαθύ, ήρεμο, γεμάτο αγαθότητα. Δεν παραπονιότανε ποτέ. Έσκυβε το μεγάλο κεφάλι του καρτερικά κ’ έτρωγε τους μπάτσους χωρίς να βγάζει τσιμουδιά.
Καμιά φορά (иногда) ο δάσκαλος τον χτυπούσε δυνατά (учитель сильно бил его) με χάρακες (линейками; ο χάρακας ) ή με κασετίνες (или пеналами). Άλλοτε τον άρπαζε με τα δύο χέρια (в другой раз /он/ хватал его обеими руками; αρπάζω ) και τον βροντούσε απάνω στους τοίχους (и грохал его об стену; η βροντή — гром; βροντώ — громыхать; бить с силой, грохать ). Άκουγες το παλαιικό ντουβάρι (слышно было: «/ты/ слышал», как старая стена) να τραντάζεται ολόκληρο (вся сотрясалась). Το παιδί δεν μιλούσε (ребенок не говорил). Όταν τελείωνε το κακό (когда беда заканчивалась), τραβιότανε σε μια γωνιά (он тащился в угол; τραβιέμαι ) κ’ έκλαιγε σιγανά (и тихо плакал), χωρίς δάκρυα (без слез), με το ίδιο πάντα στοχαστικό (всегда с одним и тем же задумчивым) και ήμερο ύφος (и кротким видом).
Читать дальше