Γουστάραμε κυρίως τις αμερικάνικες ταινίες, που παρασταίνανε σχεδόν πάντα ένα ξύλινο φρούριο του Φαρ-Ουέστ, που το πολιορκούσαν οι άγριοι Ινδιάνοι, στολισμένοι με φτερά και οπλισμένοι με τόξα και τσεκούρια.
Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα (в крепости находилась блондинка: «светловолосая девушка»), που αγαπούσε παράφορα (которая безумно любила) έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό (прекрасного американского офицера) με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο (в большой широкополой шляпе). Στο τέλος (в конце), την ώρα ακριβώς (именно в тот момент) που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο (когда ужасные индейцы проникали: «входили» в крепость) κι άρχιζαν να καίνε (и начинали жечь) και να σφάζουν (и резать) και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα (и уже собирались убить: «были близки к тому, чтобы зарезать» светловолосую девушку), έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού (появлялся прекрасный офицер, глава кавалерии).
Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα, που αγαπούσε παράφορα έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο. Στο τέλος, την ώρα ακριβώς που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο κι άρχιζαν να καίνε και να σφάζουν και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα, έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού.
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός (происходила большая погоня), η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών (флаг Соединенных Штатов) κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης (победно взвивался в дыму сражения), οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά (индейцы беспорядочно бежали), η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της (блондинка падала в обморок в объятиях своего офицера; λιγοθυμώ = λιποθυμώ ). Τότε σηκωνόμασταν απάνω (тогда /мы/ вскакивали) και θορυβούσαμε με ενθουσιασμό (и начинали восторженно шуметь; θορυβώ ) κ’ ερχόντανε οι υπάλληλοι του κινηματογράφου (/тогда/ приходили служащие кинотеатра) και μας φοβέριζαν (и пугали нас; φοβερίζω ) πως θα μας βγάλουν έξω (что выставят нас наружу).
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός, η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης, οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά, η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της. Τότε σηκωνόμασταν απάνω και θορυβούσαμε με ενθουσιασμό κ’ ερχότανε οι υπάλληλοι του κινηματογράφου και μας φοβέριζαν πως θα μας βγάλουν έξω.
Στον κινηματογράφο (в кинотеатре) ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα (Вирон и Петрос курили свои первые сигареты), που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους (которые они воровали у своих отцов; κλέβω ), κ’ εμείς οι άλλοι τους ενθαρρύναμε (а все остальные подбадривали их; ενθαρρύνω ) για να δείξουμε (чтобы показать; δείχνω ) πως δεν ήμασταν καθυστερημένοι (что /мы/ не были отсталыми), μα δεν τολμούσαμε (но не решались; τολμώ ) και να τους μιμηθούμε (также им подражать; μιμούμαι ).
Στον κινηματογράφο ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα, που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους, κ’ εμείς οι άλλοι τους ενθαρρύναμε για να δείξουμε πως δεν ήμασταν καθυστερημένοι, μα δεν τολμούσαμε και να τους μιμηθούμε.
Μια μέρα όμως (впрочем, однажды), που η οθόνη έδειξε (когда на экране показали: «экран показал») κάτι κυρίες που κάπνιζαν (каких-то дам, которые курили), εγώ είπα (я сказал) πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες (что они были вульгарными женщинами), γιατί οι καλές γυναίκες (потому что приличные женщины) ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο (никогда не курят сигареты: «выпивают сигарету»). Ο Βύρων τότε θύμωσε (тогда Вирон разозлился; θυμώνω ) και μου είπε (и сказал мне) πως μιλώ σαν επαρχιώτης (что /я/ рассуждаю, как деревенщина) και πως δεν ξέρω τίποτα (и что /я/ ничего не знаю) ούτε από γυναίκες (ни о женщинах) ούτε από καλό κόσμο (ни о высшем обществе) και πως ίσια-ίσια (и что как раз) όλες οι σπουδαίες κυρίες καπνίζουν (все важные дамы курят), όλες ανεξαίρετα (все, без исключения).
Μια μέρα όμως, που η οθόνη έδειξε κάτι κυρίες που κάπνιζαν, εγώ είπα πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες, γιατί οι καλές γυναίκες ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο. Ο Βύρων τότε θύμωσε και μου είπε πως μιλώ σαν επαρχιώτης και πως δεν ξέρω τίποτα ούτε από γυναίκες ούτε από καλό κόσμο και πως ίσια-ίσια όλες οι σπουδαίες κυρίες καπνίζουν, όλες ανεξαίρετα.
Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ (и меня это очень раздосадовало; κακοφαίνομαι ), γιατί οι γυναίκες (потому что женщины) που γνώριζα (которых я знал) δεν κάπνιζαν ποτέ (никогда не курили) κι αυτό σήμαινε λοιπόν (и, следовательно, это значило; σημαίνω ) πως ήμουν κατώτερος στην κοινωνία (что я занимал более низкое положение в обществе: «был ниже в обществе»). Οι άλλοι δεν είχανε γνώμη (у других не было мнения) γι’ αυτά τα ζητήματα (по этим вопросам) κ’ έλεγαν (и они говорили) πως περιφρονούσαν τις γυναίκες (что презирают женщин; περιφρονώ ), είτε κάπνιζαν είτε όχι (/независимо/ /от того/ курят они или нет).
Читать дальше