Με το ευγενικό του παρουσιαστικό και τους καλούς του τρόπους και με την άριστη συμπεριφορά του, κατάφερε και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι και σαν έφυγε του έκαναν και κομπλιμέντα. Το κακό είναι πως, ύστερα από την καταδίκη του, οι ελληνικές αρχές ακυρώσανε το δίπλωμά του και σα γύρισε στην πατρίδα δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης.
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά (сейчас /он/ путешествует иногда) στις ελληνικές θάλασσες (в греческих морях) με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας (на каботажных пароходах: «пароходах каботажного судоходства»), μα τον περισσότερο καιρό (но большую часть времени) φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά (/он/ прозябает безработный в Пирее; φυτοζωώ ). Μεθά πολύ (/он/ много пьет; μεθώ(α) ). Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά (его глаза глубоко запали: «глубоко втянулись»; ρουφιέμαι ) και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα (а лицо совсем увяло; μαραίνομαι ), αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών (хотя ему не больше тридцати лет). Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας (/он/ часами сидит в кафе на набережной) και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι (и наслаждается /этим/, словно какой-нибудь старичок; μερακλώνομαι ) και κουνά το κεφάλι (и качает головой; κουνώ(α) ) απελπισμένος (отчаявшийся; η ελπίδα — надежда; приставка α- в начале слова зачастую обозначает отрицание ) και άβουλος (и безвольный; η βουλή/η βούληση — воля, желание ):
— Σιμόνη την έλεγαν (ее звали Симона), μουρμουρίζει εμπιστευτικά (бормочет /он/ доверительно; μουρμουρίζω ). Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της (на суде /я/ узнал ее имя; μαθαίνω ).
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά στις ελληνικές θάλασσες με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας, μα τον περισσότερο καιρό φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά. Μεθά πολύ. Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα, αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών. Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι και κουνά το κεφάλι απελπισμένος και άβουλος:
— Σιμόνη την έλεγαν, μουρμουρίζει εμπιστευτικά. Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της.
Ξεχνιέται (/он/ забывается; ξεχνώ — ξεχνιέμαι ) κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα (взирая ничего не выражающим: «невыразительным» взглядом; εκφράζω — выражать ) τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού (на зеленые воды в большой гавани; το νερό; το λιμάνι ), τους γερανούς (на подъемные краны; ο γερανός ), τις μπενζίνες (моторные лодки; η μπενζίνα — бензин; моторная лодка ) και τα βαπόρια (и на пароходы) που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας (которые приходят и уходят, свистя; σφυρίζω ).
Ξεχνιέται κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού, τους γερανούς , τις μπενζίνες και τα βαπόρια που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας.
— Ήτανε πολύ όμορφη (/она/ была очень красивой), λέει (говорит). Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα (газеты сделали ей большую рекламу). Σαν αθωώθηκε (когда ее оправдали: «/она/ была оправдана»; αθωώνομαι ), ο κόσμος χειροκρότησε (народ зааплодировал; χειροκροτώ ) και της έδωσαν λουλούδια (и ей вручили цветы; το λουλούδι ). Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου (сейчас /она/, может быть, стала кинозвездой: «какой-нибудь звездой кинематографа»; ο κινηματογράφος ). Θα φορεί κολιέδες αληθινούς (она, /наверное/, носит настоящие колье; το κολιέ (нескл.) (в данном случае используется простонародная форма ο κολιές во мн.ч. — οι κολιέδες) ) και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι (и живет: «сидит» в каком-нибудь дворце). Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά (у нее, /наверное/, есть большие гончие; το σκυλί — собака; το λαγωνικό — гончая ) και φίλους με φράκα (и друзья во фраках; το φράκο ) και ψηλά καπέλα (и высоких шляпах; το καπέλο ).
— Ήτανε πολύ όμορφη, λέει. Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα. Σαν αθωώθηκε, ο κόσμος χειροκρότησε και της έδωσαν λουλούδια. Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου. Θα φορεί κολιέδες αληθινούς και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι. Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά και φίλους με φράκα και ψηλά καπέλα.
Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο (иногда он приходит в ярость без причины; αγριεύω ) και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή (и говорит со страстью: «какой-то страстью» в голосе).
— Τον Αράπη σκότωσε (/она/ убила араба; σκοτώνω )! λέει ξαφνικά (говорит /он/ внезапно) και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου (и бьет кулаком по столу в кафе; χτυπώ(α) ). Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της (в него /она/ выпустила: «бросила» все свои пули; ρίχνω; η σφαίρα ). Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει (меня /она/ не захотела убить: «ударить»). Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια (/она/ хорошенько посмотрела мне в глаза), μα δεν πήγε το χέρι της (но не поднялась: «пошла» ее рука) να τραβήξει απάνω μου (в меня выстрелить; τραβώ (α) ). Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας (я первый мужчина) που την πήρε (который ею овладел: «ее взял»). Παρθένα ήτανε (/она/ была девственницей). Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται (сейчас /она/, может быть, ненавидит меня/питает ко мне вражду; ο εχθρός — враг; εχθρεύομαι ), μα δε βαστά η καρδιά της (но не может ее сердце вынести; βαστώ(α) ) να μου κάμει κακό (причинить мне вред). Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί (да и выкинуть меня из головы /она/ тоже не может: «ни вынуть меня из ума она не может»).
Читать дальше