Δεν άργησαν να το μάθουν. Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το Βοριά, οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά. Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι, ξεφωνίζοντας όλοι μαζί λόγια αισχρά. Τα παιδιά, πελιδνά από τον τρόμο και μισολιγοθυμισμένα, δεν τόλμησαν να αντισταθούν. Τότε ο Άραβας πλοίαρχος πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι. Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν κ’ ύστερα τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος που περίμεναν τη σειρά τους μουγγρίζοντας απειλητικά, σαν ένα κοπάδι πειναλέα αγρίμια.
Έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά (всю ночь продолжалась при свете звезд; φέγγω — светить ) ένα φριχτό αραβικό όργιο (ужасная арабская оргия; το όργιο ). Στο τέλος το αγόρι άρπαξε ένα μαχαίρι (под конец, мальчик схватил нож; αρπάζω; το μαχαίρι ) και το έμπηξε στο λάρυγγά του (и воткнул его себе в горло; ο λάρυγγας; μπήγω ). Έμεινε νεκρό στο τόπο (он умер на месте: «остался мертвым на месте»). Μες στη σύγχυση που ακολούθησε (в смятении, которое последовало /за этим/; ακολουθώ ), η νέα Γαλλίδα πρόφτασε (юная француженка успела; προφτάνω ) και ρίχτηκε στη θάλασσα (и бросилась в море; ρίχνομαι ). Ο Μεμάς την είδε να πέφτει (Мемас увидел, как /она/ упала) και να χάνεται (и потерялась /из виду/). Έσκυψε από την κουπαστή (он свесился с планшира; σκύβω ) κ’ είδε τη θάλασσα που φωσφόριζε (и увидел, как светилось море: «увидел море, которое фосфоресцировало»; φωσφορίζω ) καθώς την έσκιζε το πλοίο (рассекаемое кораблем: «пока его рассекал корабль»; σκίζω ), σα να την έφεγγαν προβολείς από το βυθό (словно его освещали прожекторы из глубины; ο προβολέας; ο βυθός ).
Έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά ένα φριχτό αραβικό όργιο. Στο τέλος το αγόρι άρπαξε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στο λάρυγγά του. Έμεινε νεκρό στο τόπο. Μες στη σύγχυση που ακολούθησε, η νέα Γαλλίδα πρόφτασε και ρίχτηκε στη θάλασσα. Ο Μεμάς την είδε να πέφτει και να χάνεται. Έσκυψε από την κουπαστή κ’ είδε τη θάλασσα που φωσφόριζε καθώς την έσκιζε το πλοίο, σα να την έφεγγαν προβολείς από το βυθό.
Μάντεψε πιο πέρα τους καρχαρίες (немного дальше /он/ различил: «угадал» акул; μαντεύω — предсказывать; угадывать; ο καρχαρίας ) που συνοδεύανε το Ασράφ (которые сопровождали Азраф; συνοδεύω ) σαν τιμητική φρουρά (словно почетный караул). Δίπλα του ένας ναύτης γέλασε (рядом с ним один матрос засмеялся; γελώ(α) ). Τα πελώρια άσπρα δόντια του (его огромные белые зубы; το δόντι ) γυαλίσανε κοροϊδευτικά μερικές στιγμές (издевательски сверкали несколько мгновений; γυαλίζω ) στο φωτερό σκοτάδι (в сияющей мгле). Δεν υπήρχαν, βέβαια (не было, конечно), πολλές ελπίδες (больших надежд /на то/) να σωθεί από το θάνατο ένα νέο κορίτσι (что спасется от смерти юная девочка; σώνομαι; ο θάνατος ), τρελό από τον τρόμο και τη φρίκη (обезумевшая от страха и ужаса), που κολυμπούσε νύχτα (которая плыла ночью; κολυμπώ(α) ), στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας (в открытых /водах/ Красного моря), ανάμεσα σ’ ένα μάτσο καρχαρίες (среди стаи акул; το μάτσο — пучок, связка; также используется для обозначения чего-либо в большом количестве (разг.) ).
Μάντεψε πιο πέρα τους καρχαρίες που συνοδεύανε το Ασράφ σαν τιμητική φρουρά. Δίπλα του ένας ναύτης γέλασε. Τα πελώρια άσπρα δόντια του γυαλίσανε κοροϊδευτικά μερικές στιγμές στο φωτερό σκοτάδι. Δεν υπήρχαν, βέβαια, πολλές ελπίδες να σωθεί από το θάνατο ένα νέο κορίτσι, τρελό από τον τρόμο και τη φρίκη, που κολυμπούσε νύχτα, στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας, ανάμεσα σ’ ένα μάτσο καρχαρίες.
Περάσανε ίσως δύο χρόνια (прошло около двух лет: «прошло, возможно, два года»). Μιαν άλλη μέρα το απαίσιο πλοίο παρουσιάστηκε (однажды отвратительное судно прибыло; παρουσιάζομαι ), κουνιστό και λυγιστό (как ни в чем не бывало: «качающийся и гнущийся»; идиом. κουνιστός και λυγιστός — 1. вертлявый; 2. делающий что-либо как ни в чем не бывало ), στον κόλπο της Νεάπολης (в Неапольский залив). Έφερνε στην Ιταλία (/оно/ везло в Италию) ένα τίμιο φορτίο χουρμάδες (почтенный груз фиников) κ’ έμοιαζε πολύ περήφανο (и, кажется, очень гордилось: «казалось очень гордым») για την τιμιότητά του (своей порядочностью). Το ίδιο βράδυ (в тот же вечер) ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος βγήκανε στην πολιτεία (капитан и помощник капитана сошли в город) να δειπνήσουνε σαν άνθρωποι καθώς πρέπει (чтобы пообедать, как приличные люди; καθώς πρέπει — как подобает; нескл. прил. — приличный, достойный ). Έτσι τους ήρθε η όρεξη (вот захотелось им), εκείνο το βράδυ (в тот вечер), να δοκιμάσουνε τις απολαύσεις της καθωσπρεποσύνης (испытать удовольствия благопристойности; δοκιμάζω ). Ο Μεμάς είχε φορέσει (Мемас надел; φορώ(α) ) την πιο ωραία λινή φορεσιά του (свой самый красивый льняной костюм) κ’ είχε πάρει, για την περίσταση (и принял, по этому случаю), το πιο λορδικό του ύφος (свой самый аристократический: «лордский» вид).
Читать дальше