Από αμνημονεύτους χρόνους Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές και στη μαύρη φτώχεια, βλαστημώντας το συμπάν, σαν καλοί Κεφαλλονίτες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί. Ο Γεράσιμος, ωστόσο, που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς, θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του, να πιάσει τόπο στην κοινωνία, χάρη στη εξυπνάδα του και στο καλό παρουσιαστικό του. Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων.
Μα αυτός δεν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (но не было у него головы на плечах). Ποτέ του δεν σκοτίστηκε (никогда /в своей жизни/ /он/ не задумывался) ούτε για τα γράμματα (ни об учебе; τα γράμματα — литература; учение; образование ) ούτε για τα χρήματα (ни о деньгах; το χρήμα ), ούτε για την οικογένεια του (да и о своей семье) είχε καμιά όρεξη να φροντίσει (не было у него никакого желания позаботиться; φροντίζω ). Ήταν ένα παλιόπαιδο και τίποτα περισσότερο (был /он/ негодяем и ничем больше), ένα στραβόξυλο (каверзником), ένα γουρσούζικο (приносящим неприятности), που δεν άκουγε καμιά συμβολή (который не слушал ни одного совета) και δεν φοβότανε κανέναν (и никого не боялся). Ο πατέρας του, πριν πνιγεί (его отец, до того, как утонул), τον είχε κάποτε βλαστημήσει ως εξής (как-то проклял его следующим образом):
— Να μπούνε μέσα σου εκατό διάβολοι (пусть войдут в тебя сто бесов; ο διάβολος; μπαίνω ) και να είναι αρσενικοί και θηλυκοί για να γεννήσουνε (и /пусть/ будут /они/ мужского и женского рода: «мужские и женские», чтобы они могли размножаться: «чтобы родили»; γεννώ/α/ )!
Μα αυτός δεν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του. Ποτέ του δεν σκοτίστηκε ούτε για τα γράμματα ούτε για τα χρήματα, ούτε για την οικογένεια του είχε καμιά όρεξη να φροντίσει. Ήταν ένα παλιόπαιδο και τίποτα περισσότερο, ένα στραβόξυλο, ένα γουρσούζικο, που δεν άκουγε καμιά συμβολή και δεν φοβότανε κανέναν. Ο πατέρας του, πριν πνιγεί, τον είχε κάποτε βλαστημήσει ως εξής:
— Να μπούνε μέσα σου εκατό διάβολοι και να είναι αρσενικοί και θηλυκοί για να γεννήσουνε!
Θαρρείς και η βλαστήμια έπιασε (можно было подумать: «думаешь», что проклятие сбылось) κι ο κακορίζικος Μεμάς ήτανε γεμάτος διαβόλους (злополучный Мемас был полон бесов) που πληθαίνανε απεριόριστα με το πέρασμα του καιρού (которые по прошествии времени бесконечно множились; πληθαίνω; το πέρασμα; ο καιρός ). Όσο ήτανε παιδί (пока /он/ был ребенком), βασάνισε ακατάπαυστα το σπιτικό του (/он/ непрестанно мучил своих домашних; η παύση — пауза; перерыв ) και δεν παρέλειψε καμία ευκαιρία (и не упустил ни одного случая; παραλείπω ) να κάνει τη μητέρα του να κλάψει (заставить свою мать плакать). Η καημένη η χήρα (бедная вдова) είχε παραιτηθεί από όλα τα μητρικά δικαιώματα της (отказалась от всех своих материнских прав; παραιτούμαι; το δικαίωμα ) και τον άφηνε να βουρλίζεται χωρίς καμία επίβλεψη (и оставляла его = позволяла ему буянить без всякого надзора; βουρλίζομαι ). Η γειτονιά τον φοβότανε (соседи боялись его; η γειτονιά — соседство; квартал; соседи ) και το καταριότανε (и проклинали; καταριέμαι ). Στο σχολείο ήταν ανακατωμένος (в школе он был замешан) σ’ όλες τις βρώμικες δουλειές (во всех грязных делах; η δουλειά ). Όλο το Αργοστόλι τον ήξερε (его знал весь Аргостоли) κ’ η φήμη του έφτανε ως το Ληξούρι (слава о нем доходила до Ликсури; φτάνω ). Τα πιο ύποπτα πρόσωπα των δύο λιμανιών (самые подозрительные лица из двух портов; το πρόσωπο; το λιμάνι ) ήτανε φίλοι του και παρέα του (были его друзьями и компанией). Φαίνεται (кажется) πως έλαβε μέρος και σε λαθρεμπόρια (что он участвовал в контрабанде; λαμβάνω — брать, получать; το μέρος — часть; λαμβάνω μέρος; το λαθρεμπόριο ) και σε κλεψιές (и кражах; η κλεψιά ).
Θαρρείς και η βλαστήμια έπιασε κι ο κακορίζικος Μεμάς ήτανε γεμάτος διαβόλους που πληθαίνανε απεριόριστα με το πέρασμα του καιρού. Όσο ήτανε παιδί, βασάνισε ακατάπαυστα το σπιτικό του και δεν παρέλειψε καμία ευκαιρία να κάνει τη μητέρα του να κλάψει. Η καημένη η χήρα είχε παραιτηθεί από όλα τα μητρικά δικαιώματα της και τον άφηνε να βουρλίζεται χωρίς καμία επίβλεψη. Η γειτονιά τον φοβότανε και το καταριότανε. Στο σχολείο ήταν ανακατωμένος σ’ όλες τις βρώμικες δουλειές. Όλο το Αργοστόλι τον ήξερε κ’ η φήμη του έφτανε ως το Ληξούρι. Τα πιο ύποπτα πρόσωπα των δύο λιμανιών ήτανε φίλοι του και παρέα του. Φαίνεται πως έλαβε μέρος και σε λαθρεμπόρια και σε κλεψιές.
Читать дальше