Σαν ήρθανε μια φορά (когда пришли однажды ; έρχομαι ), εξαιτίας του (из-за него), οι χωροφύλακες (жандармы; ο χωροφύλακας ) να κάνουν έρευνα στο σπίτι (чтобы обыскать дом: «сделать расследование в доме») και τον κουβαλούσανε κι αυτόν (и тащили его; κουβαλώ(α) ) με τις χειροπέδες (в наручниках; οι χειροπέδες (только мн.ч.) ), η μητέρα του έπεσε ξύλο κομμάτι (его мать слегла: «упала куском дерева»; πέφτω ) κ’ έβαλε μέρες να συνέρθει (и понадобилось /много/ дней, чтобы /она/ пришла в себя/выздоровела: «положила дни, чтобы выздороветь»; βάζω — класть; συνέρχομαι ). Τέτοια ντροπή (такой стыд) δεν της είχε συμβεί (не происходил с ней; συμβαίνω ) άλλη φορά στη ζωή της (другой раз в жизни = такого стыда она не видела еще в своей жизни). Του είπε τότε (тогда /она/ сказала ему) να το βρει από το Θεό (что Бог его за все накажет: «чтобы /он/ нашел от Бога»; идиом. απ’τοΘεόνατοβρεις — Бог тебе воздаст за твои поступки (как за хорошие, так и за плохие — в зависим. от контекста); βρίσκω ). Ύστερα μετάνιωσε (потом /она/ раскаялась /в своих словах/ ; μετανιώνω ) και χτυπιότανε εμπρός στο εικονοστάσι (и убивалась перед иконостасом; χτυπιέμαι — страдать; убиваться; τοεικονοστάσι ) και παρακαλούσε το Θεό (и умоляла Господа; παρακαλώ ) μην τύχει κι ακούσει το λόγο (чтобы /он/ случайно не услышал слова: «чтобы не случилось и /он/ услышал слова»; τυχαίνω ) που είχε προφέρει μες στην οργή της (которые /она/ произнесла в гневе; προφέρω ). Ελπίδες όμως πολλές δεν είχε (впрочем, /она/ не возлагала больших надежд: «не имела больших надежд»; ηελπίδα ) για τα μελλούμενα του γιού της (на будущее своего сына; ταμελλούμενα/τομέλλον — будущее ).
Σαν ήρθανε μια φορά, εξαιτίας του, οι χωροφύλακες να κάνουν έρευνα στο σπίτι και τον κουβαλούσανε κι αυτόν με τις χειροπέδες, η μητέρα του έπεσε ξύλο κομμάτι κ’ έβαλε μέρες να συνέρθει. Τέτοια ντροπή δεν της είχε συμβεί άλλη φορά στη ζωή της. Του είπε τότε να το βρει από το Θεό. Ύστερα μετάνιωσε και χτυπιότανε εμπρός στο εικονοστάσι και παρακαλούσε το Θεό μην τύχει κι ακούσει το λόγο που είχε προφέρει μες στην οργή της. Ελπίδες όμως πολλές δεν είχε για τα μελλούμενα του γιού της.
Με τον καιρό όλοι το είχανε πάρει απόφαση (со временем все смирились с тем: «приняли решение»; το παίρνω απόφαση — решаться; примиряться; смиряться ) πως τίποτα καλό δεν έμελλε να βγει απ’ αυτόν (что ничего хорошего из него не выйдет: «ничего хорошего не предстояло, чтобы из него вышло»; βγαίνω; μέλλει — предстоит ), παρά μονάχα σκοτούρες (/ничего/ кроме только хлопот; η σκοτούρα ), σκάνδαλα (скандалы; το σκάνδαλο ) κ’ ίσως και καμιά μεγάλη συμφορά (а возможно, и какое-нибудь большое несчастье). Για τούτο (поэтому) όταν άρχισε να τον τραβά κι αυτόν ο αέρας της θάλασσας (когда и его позвал морской ветер: «начал тянуть и его морской ветер»; τραβώ(α) ) και δήλωσε πως ήθελε να φύγει με τα βαπόρια (и /он/ заявил, что хочет уйти /в море/ на пароходах; φεύγω; το βαπόρι ), το σπιτικό αισθάνθηκε κάποια ξαλάφρωση (/его/ домашние почувствовали некоторое облегчение). Κίνησε σκυθρωπός (мрачный /он/ двинулся /в путь/; κινώ(ε) ) και δεν είχε στο νου του να ξαναγυρίσει (и не собирался возвращаться: «не имел в уме возвратиться»; ο νους; ξαναγυρίζω ).
Με τον καιρό όλοι το είχανε πάρει απόφαση πως τίποτα καλό δεν έμελλε να βγει απ’ αυτόν, παρά μονάχα σκοτούρες, σκάνδαλα κ’ ίσως και καμιά μεγάλη συμφορά. Για τούτο όταν άρχισε να τον τραβά κι αυτόν ο αέρας της θάλασσας και δήλωσε πως ήθελε να φύγει με τα βαπόρια, το σπιτικό αισθάνθηκε κάποια ξαλάφρωση. Κίνησε σκυθρωπός και δεν είχε στο νου του να ξαναγυρίσει.
Άρχισε τότε να γυρνά (тогда /он/ начал скитаться; γυρνώ(α) ) από λιμάνι σε λιμάνι (из гавани в гавань) κι από ωκεανό σε ωκεανό (и из океана в океан; ο ωκεανός ) με τα μεγάλα κεφαλλονίτικα φορτηγά (на больших кефалонийских грузовых судах; το φορτηγό — грузовик; морск. грузовое судно, транспόрт ), ακολουθώντας μηχανικά το ρεύμα της δουλειάς (механически следуя за течением работы; το ρεύμα ). Έτσι σεργιάνισε αρκετούς τόπους (таким образом, /он/ посетил много мест: «прогулялся по многим местам»; σεργιανίζω — гулять ) και γνώρισε παράξενους ανθρώπους (и познакомился со странными людьми) και πολλές και διάφορες ηδονές (и со множеством разных наслаждений: «многими и разными наслаждениями»; η ηδονή ). Είδε το περιβόητο φίδι της θάλασσας (/он/ видел пресловутого морского змея; το φίδι ), που έκανε μάλιστα τρείς φορές το γύρο του πλοίου του (который, к тому же, проплыл три раза вокруг корабля: «сделал три раза круг корабля»; ο γύρος — круг; το πλοίο ). Αυτό συνέβηκε στον κόλπο της Βεγγάλης (это произошло в Бенгальском заливе; συμβαίνω ). Το φίδι ήτανε πρασινωπό (змей был зеленоватого цвета) κ’ είχε μήκος ίσαμε εκατό μέτρα (и длиной до ста метров: «имел длину до ста метров»). Όλο το πλήρωμα ανέβηκε στην κουβέρτα (вся команда поднялась на палубу; ανεβαίνω ) και το είδε (и увидела его). Κατόπι πήγανε στην Καλκούτα (потом они отправились в Калькутту) και το λέγανε (и рассказывали об этом) και κανείς δεν τους πίστευε (но никто им не верил; πιστεύω ). Μέσα σ’ όλα αυτά (среди всего этого) ο Μεμάς πήρε κ’ ένα δίπλωμα εμποροπλοιάρχου (Мемас получил диплом капитана торгового флота; ο πλοίαρχος — капитан; το εμπόριο — торговля; ο εμποροπλοίαρχος ), μα δεν τον ωφέλησε και πολύ στη σταδιοδρομία του (но он не очень ему помог в его карьере; ωφελώ — бытьполезным; помогать ).
Читать дальше