Άρχισε τότε να γυρνά από λιμάνι σε λιμάνι κι από ωκεανό σε ωκεανό με τα μεγάλα κεφαλλονίτικα φορτηγά, ακολουθώντας μηχανικά το ρεύμα της δουλειάς. Έτσι σεργιάνισε αρκετούς τόπους και γνώρισε παράξενους ανθρώπους και πολλές και διάφορες ηδονές. Είδε το περιβόητο φίδι της θάλασσας, που έκανε μάλιστα τρείς φορές το γύρο του πλοίου του. Αυτό συνέβηκε στον κόλπο της Βεγγάλης. Το φίδι ήτανε πρασινωπό κ’ είχε μήκος ίσαμε εκατό μέτρα. Όλο το πλήρωμα ανέβηκε στην κουβέρτα και το είδε. Κατόπι πήγανε στην Καλκούτα και το λέγανε και κανείς δεν τους πίστευε. Μέσα σ’ όλα αυτά ο Μεμάς πήρε κ’ ένα δίπλωμα εμποροπλοιάρχου, μα δεν τον ωφέλησε και πολύ στη σταδιοδρομία του.
Κάποτε (однажды: «когда-то») βαρέθηκε τους Κεφαλλονίτες (кефалонийцы ему наскучили) και πήγε (пошел) και διορίστηκε υποπλοίαρχος (и определился помощником капитана; διορίζομαι ) σ’ ένα αιγυπτιακό βαπόρι (на египетский пароход) που λεγότανε Ασράφ (который назывался Азраф ). Ήταν ένα βρωμερό και πανάρχαιο βαπόρι (это был грязный и очень старый: «древнейший» пароход), ίσαμε χίλιους πεντακόσιους τόνους (до тысячи пятисот тонн = тоннажем в тысячу пятьсот тонн; ο τόνος ), που έκανε το λαθρεμπόριο του χασίς (который занимался контрабандой гашиша) στα λιμάνια της Ερυθρής Θάλασσας (в портах Красного моря) και κυρίως από το Σουέζ στο Τζιμπουτί (главным образом, из Суэца в Джибути), στη Μόκα και στο Άντεν (Мекку и Аден). Ο πλοίαρχος κι ολόκληρο το πλήρωμα ήταν Αιγύπτιοι (капитан и весь экипаж были египтянами; Αιγύπτιος ). Καμιά φορά (иногда) φορτώνανε και όπλα (/они/ грузили оружие; φορτώνω; το όπλο ) για τους φυλάρχους της Αραβίας και της Αβησσυνίας (для вождей племен Аравии и Абиссинии; η φυλή — племя; ο φύλαρχος ), μα οι κυριότερες δουλειές τους (но основные их работы) γινότανε με το χασίς (происходили с гашишем = но главным образом, они занимались контрабандой гашиша). Στο βαπόρι αυτό (на этом пароходе) του συνέβηκε του Μεμά (произошло с Мемасом) ένα γεγονός αξιοσημείωτο (примечательное событие; σημειώνω — замечать ).
Κάποτε βαρέθηκε τους Κεφαλλονίτες και πήγε και διορίστηκε υποπλοίαρχος σ’ ένα αιγυπτιακό βαπόρι που λεγότανε Ασράφ . Ήταν ένα βρωμερό και πανάρχαιο βαπόρι, ίσαμε χίλιους πεντακόσιους τόνους, που έκανε το λαθρεμπόριο του χασίς στα λιμάνια της Ερυθρής Θάλασσας και κυρίως από το Σουέζ στο Τζιμπουτί, στη Μόκα και στο Άντεν. Ο πλοίαρχος κι ολόκληρο το πλήρωμα ήταν Αιγύπτιοι. Καμιά φορά φορτώνανε και όπλα για τους φυλάρχους της Αραβίας και της Αβησσυνίας, μα οι κυριότερες δουλειές τους γινότανε με το χασίς. Στο βαπόρι αυτό του συνέβηκε του Μεμά ένα γεγονός αξιοσημείωτο.
Μια μέρα, στο Τζιμπουτί (однажды, в Джибути), χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ (пробрались в трюм Азрафа; χώνω — засовывать; χώνομαι — залезать; прятаться ) δύο μικροί λαθρεπιβάτες (два маленьких безбилетника; λαθραίος — тайный; ο επιβάτης — пассажир ). Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα (/это/ были два французских подростка: «французских ребенка»), αδέλφια (брат и сестра; τα αδέλφια — собир. братья и сестры ), ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι (мальчик и девочка), το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών (девочке /было/ примерно семнадцать-восемнадцать лет) και το αγόρι ως δεκάξι (а мальчику — примерно шестнадцать). Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα (/они/ бежали тайно и без денег), από τη γαλλική Σομαλία (из французского Сомали) και ζητούσανε, φαίνεται (и хотели, казалось), να γυρίσουνε στην πατρίδα τους (вернуться на родину; γυρίζω ). Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ (/они/ выяснили: «/они/ были проинформированы» о том, что Азраф шел в Суэц; πληροφορούμαι ), μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε (но /они/ не знали, что это был за корабль: «какого вида был корабль»; το είδος ) και τι ανθρώπους είχε μέσα (и что за люди были у него на борту: «каких людей /он/ имел внутри»).
Μια μέρα, στο Τζιμπουτί, χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ δύο μικροί λαθρεπιβάτες. Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα, αδέλφια, ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι, το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών και το αγόρι ως δεκάξι. Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα, από τη γαλλική Σομαλία και ζητούσανε, φαίνεται, να γυρίσουνε στην πατρίδα τους. Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ, μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε και τι ανθρώπους είχε μέσα.
Δεν άργησαν να το μάθουν (очень скоро они об этом узнали: «/они/ не опоздали узнать об этом»; μαθαίνω; αργώ(ε) ). Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το βορρά (ночью, пока пароход шел: «путешествовал» на север; ο βορράς ), οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά (египтяне обнаружили двух детей ; ανακαλύπτω ). Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι (/они/, обезумевшие, вытащили их на палубу; σέρνω; το κατάστρωμα ), ξεφωνίζοντας όλοι μαζί (выкрикивая в один голос: «все вместе»; ξεφωνίζω ) λόγια αισχρά (непристойные слова). Τα παιδιά (дети), πελιδνά από τον τρόμο (мертвенно-бледные от страха; ο τρόμος ) και μισολιγοθυμισμένα (в полуобморочном состоянии; το μισό — половина; λιγοθυμώ/λιποθυμώ — падать в обморок, лишаться чувств ), δεν τόλμησαν να αντισταθούν (не посмели сопротивляться; αντιστέκομαι; τολμώ(α) ). Τότε ο Άραβας πλοίαρχος (тогда капитан-араб) πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του (забрал по праву в свою каюту мальчика; το δικαίωμα — право ) και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι (забрал девочку). Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν (/они/ продержали их /у себя/, сколько захотели: «сколько времени хотели»; κρατάω ) κ’ ύστερα (а затем) τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος (передали их членам экипажа; παραδίδω; ο άντρας; το πλήρωμα ) που περίμεναν τη σειρά τους (которые ждали своей очереди) μουγγρίζοντας απειλητικά (рыча угрожающе; μουγγρίζω; απειλώ — угрожать ), σαν ένα κοπάδι (словно стадо) πειναλέα αγρίμια (умирающих с голоду зверей; η πείνα —голод; το αγρίμι ).
Читать дальше