Κι ο καημένος ο Φαβρίκιος, με σφιγμένη την καρδιά, γέμισε πάλι το στυλογράφο του κ’ έγραψε άλλο ένα βιβλίο. Μα, σα βγήκε το δεύτερο βιβλίο του, όλοι τρέξανε να του πούνε πως το πρώτο ήταν ασυγκρίτως ανώτερο.
Σιμόνη την έλεγαν
(Ее звали Симона)
Ήταν ένας ωραίος νέος (/он/ был красивым юношей), ψηλός (высоким), καλοφτιαγμένος (хорошо сложенным; φτιάχνω — делать; καλοφτιαγμένος — хорошо сделанный; хорошо сложенный ), με πυκνά ξανθά μαλλιά (с густыми светлыми волосами) και γαλανά μάτια (голубыми глазами), με αρχοντικό παράστημα (с дворянской внешностью; ο άρχοντας — дворянин, аристократ; правитель; το παράστημα — осанка, выправка; представительная внешность ) και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια (с простым и очень деликатным благородством) στο ύφος και στους τρόπους (в выражении и манерах; το ύφος — вид; стиль; выражение ), μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας (спонтанным прирожденным благородством: «спонтанным благородством породы»; η ράτσα ) που προκαλούσε τριγύρω του (которое вызывало вокруг него; προκαλώ(ε) ) μια ανήσυχη συμπάθεια (беспокойную симпатию), ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό (смешанную с любопытством и уважением; ανακατεύω/ ανακατώνω (разг.); ο σεβασμός ). Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας (/он/ походил на молодого лорда из Шотландии) που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή (который якобы путешествовал в Средиземном море на отдыхе; ταξιδεύω; η Μεσόγειος (Θάλασσα) ). Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης (однако, /он/ был истинным кефалонийцем: «чистым кефалонийцем»), αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος (поскольку звали его Герасим Иерониматос).
Ήταν ένας ωραίος νέος, ψηλός, καλοφτιαγμένος, με πυκνά ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, με αρχοντικό παράστημα και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια στο ύφος και στους τρόπους, μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας που προκαλούσε τριγύρω του μια ανήσυχη συμπάθεια, ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό. Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή. Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης, αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος.
Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη (его мать была девицей Витали), κοντέσα αληθινή (настоящей графиней), γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα (вписанной в Либро Д’Оро с 16-го века; Либро д’Оро /ит. Libro d’Oro/ — «золотая книга» — список дворянских семей с Ионических островов; γράφω; ο αιώνας ). Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός (его отец был моряком; θαλασσινός — морской; моряк ) και είχε πνιγεί μια μέρα (однажды /он/ утонул; πνίγομαι ), στον κόλπο της Βισκάγιας (в Бискайском заливе; ο κόλπος ), απένταρος (без гроша /в кармане/: «безденежный»; η πεντάρα — пятак ) και καταχρεωμένος (обремененный долгами; το χρέος — долг ), βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο (героически проклиная весь рай; βλαστημώ; ο Παράδεισος ) και «δέκα μίλια περιφέρεια» (и «десять миль вокруг /него/»). Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού (эту фразу он добавлял: «это добавление происходило» на всякий случай/без особой необходимости; περισσός — лишний; ως εκ περισσού — без особой необходимости ) για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος (чтобы не избежал проклятия какой-нибудь святой; ξεφεύγω ), που τυχόν είχε βγει περίπατο (который случайно вышел на прогулку) έξω από τα σύνορα του Παραδείσου (за пределы рая; τα σύνορο — граница; предел ).
Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη, κοντέσα αληθινή, γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα. Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός και είχε πνιγεί μια μέρα, στον κόλπο της Βισκάγιας, απένταρος και καταχρεωμένος, βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο και «δέκα μίλια περιφέρεια». Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος, που τυχόν είχε βγει περίπατο έξω από τα σύνορα του Παραδείσου.
Από αμνημονεύτους χρόνους (с незапамятных времен; η μνήμη — память; ο χρόνος ) Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές (жили среди морских штормов; η θάλασσα — море; η ταραχή — волнение, беспорядок; η θαλασσοταραχή ) και στη μαύρη φτώχεια (в глубокой бедности: «в черной бедности»), βλαστημώντας το συμπάν (проклиная мироздание; το συμπάν/-ντος/ — вселенная; мироздание ), σαν καλοί Κεφαλλονίτες (как истинные: «хорошие» кефалонийцы), από το πρωί ίσαμε το βράδυ (с утра до вечера) και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί (а зачастую, и с вечера до утра). Ο Γεράσιμος, ωστόσο (впрочем, Герасим), που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς (которого ласково звали Мемас: «который ласково звался Мемас»), θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (мог бы, если бы у него была голова на плечах: «если бы имел разум в голове»; το μυαλό ), να πιάσει τόπο στην κοινωνία (занять место в обществе; πιάνω ), χάρη στη εξυπνάδα του (благодаря его сообразительности) και στο καλό παρουσιαστικό του (и приятной: «хорошей» внешности; το παρουσιαστικό ). Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση (таково было, по крайней мере, убеждение) όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων (всех родственников и семейных друзей; ο συγγενής ).
Читать дальше