— Ξέρεις τι λέγανε για σένα (знаешь, что говорили о тебе), χτες το βράδυ στου Τάδε (вчера вечером у Того-то); Λέγανε το και το (говорили то-то и то-то).
Αρκετοί μιλούσανε γι’ αυτόν με οργή και τον κατηγορούσανε δυνατά για τη φαυλότητα, τον αριβισμό και την κακοήθεια του χαρακτήρα του. Και κείνοι που άκουγαν τις αυστηρές κρίσεις έτρεχαν αμέσως και τα επαναλάμβαναν όλα στο Φαβρίκιο με το νι και με το σίγμα:
— Ξέρεις τι λέγανε για σένα, χτες το βράδυ στου Τάδε; Λέγανε το και το.
Κι ο άμοιρος ο Φαβρίκιος (несчастный Фаврикий; η μοίρα — удел, судьба ) δεν κατόρθωνε να καταλάβει (не мог понять; καταλαβαίνω; κατορθώνω — добиваться; достигать ) για ποιό λόγο τέλος πάντων (по какой причине, в конце концов) όλοι αυτοί οι άνθρωποι εννοούσαν να καταγίνονται μαζί του (все эти люди намеревались заниматься им; εννοώ — намереваться; иметь в виду ) ενώ αυτός δεν είχε καθόλου την πρόθεση να καταγίνεται μαζί τους (тогда как у него самого не было никакого намерения заниматься ими).
Κι ο άμοιρος ο Φαβρίκιος δεν κατόρθωνε να καταλάβει για ποιό λόγο τέλος πάντων όλοι αυτοί οι άνθρωποι εννοούσαν να καταγίνονται μαζί του ενώ αυτός δεν είχε καθόλου την πρόθεση να καταγίνεται μαζί τους.
Στο τέλος ο Φαβρίκιος κουράστηκε πολύ μ’ αυτές τις συζητήσεις (в конце концов, Фаврикий очень устал от этих разговоров; κουράζομαι; η συζήτηση ) και πήγε να γυρέψει λίγη παρηγοριά κοντά στις γυναίκες (и отправился искать утешения: «немного утешения» у женщин; γυρεύω ). Μα κι αυτές τον υποδέχτηκαν (но и они его приняли; υποδέχομαι ) όπως του άξιζε (как /он/ этого заслуживал: «как для него было достойно»; αξίζω ).
Στο τέλος ο Φαβρίκιος κουράστηκε πολύ μ’ αυτές τις συζητήσεις και πήγε να γυρέψει λίγη παρηγοριά κοντά στις γυναίκες. Μα κι αυτές τον υποδέχτηκαν όπως του άξιζε.
Η Τερψιχόρη του ψιθύρισε σιγά-σιγά (Терпсихора прошептала ему чуть слышно: «тихо-тихо»; ψιθυρίζω ) μ’ ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα (со взглядом, исполненным нежности; το βλέμμα ):
— Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα (/я/ и представить себе не могла: «никогда /я/ не представляла»; φαντάζομαι ) πως είστε ικανός να γράψετε ένα βιβλίο (что вы способны написать книгу).
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει (не знал, что и ответить; απαντώ ) κ’ είχε ένα ύφος πολύ ηλίθιο (и выглядел очень глупо: «имел вид очень глупый»).
Η Τερψιχόρη του ψιθύρισε σιγά-σιγά μ’ ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα:
— Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα πως είστε ικανός να γράψετε ένα βιβλίο.
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει κ’ είχε ένα ύφος πολύ ηλίθιο.
Η Ανδρομάχη όμως του δήλωσε (Андромаха, однако, заявила ему; δηλώνω ) μ’ ένα γλυκύτατο χαμόγελο (с милейшей улыбкой: «сладчайшей улыбкой»; το χαμόγελο ):
— Είμαι σίγουρη (/я/ уверена) πως μπορείτε να κάνετε (что /вы/ можете заняться: «делать») και κάτι καλύτερο στη ζωή σας (чем-нибудь получше в жизни).
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε (Фаврикий не знал) αν έπρεπε να πει ευχαριστώ (должен ли /он/ сказать спасибо).
Η Ανδρομάχη όμως του δήλωσε μ’ ένα γλυκύτατο χαμόγελο:
— Είμαι σίγουρη πως μπορείτε να κάν,ετε και κάτι καλύτερο στη ζωή σας.
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε αν έπρεπε να πει ευχαριστώ.
Μα όταν πήγε (а когда он отправился) να υποβάλει τα σέβη του στη Κλυταιμνήστρα (выразить свое почтение Клитемнестре; υποβάλλω — подавать; предлагать; το σέβας ) και να της κάμει κομπλιμέντα (и рассыпаться в комплиментах: «сделать ей комплименты»), αυτή τράβηξε τα μαλλιά της (/она/ стала драть на себе волосы; τραβώ ), έσκισε τα μάγουλά της με τα νύχια της (расцарапала щеки ногтями; σκίζω; το μάγουλο; το νύχι ) κ’ έμπηξε τις φωνές (и подняла крик; μπήγω — вбивать; втыкать; η φωνή — голос ):
— Ω αφήστε πια τη λογοτεχνία, φίλε μου (оставьте литературу, друг мой)! Φτάνει πια η λογοτεχνία (хватит уже литературы)! Βαρέθηκα τη λογοτεχνία (надоела мне литература; βαριέμαι )! Σιχάθηκα τη λογοτεχνία (мне противна литература: «я чувствую отвращение к литературе»; σιχαίνομαι )! Όλο λογοτεχνία (все литература), λογοτεχνία, λογοτεχνία, δεν μπορώ (не могу), δεν αντέχω (не выношу), θα σκάσω (я лопну; σκάω )! ...
Μα όταν πήγε να υποβάλει τα σέβη του στη Κλυταιμνήστρα και να της κάμει κομπλιμέντα, αυτή τράβηξε τα μαλλιά της, έσκισε τα μάγουλά της με τα νύχια της κ’ έμπηξε τις φωνές:
— Ω αφήστε πια τη λογοτεχνία, φίλε μου! Φτάνει πια η λογοτεχνία! Βαρέθηκα τη λογοτεχνία! Σιχάθηκα τη λογοτεχνία! Όλο λογοτεχνία, λογοτεχνία, λογοτεχνία, δεν μπορώ, δεν αντέχω, θα σκάσω!...
Читать дальше