Ο προσωπικός γραμματέας του κυρίου Ρισάρ, που πήγε να μάθει τα νέα για την υγεία της ντίβας, επέστρεψε με τη διαβεβαίωση πως αυτή αισθανόταν θαυμάσια, αλλά και πως, ακόμη κι αν ήταν «του θανατά», θα τραγουδούσε τη Μαργαρίτα. Καθώς ο γραμματέας, εκφράζοντας την επιθυμία των κυρίων του, συμβούλεψε επίμονα την ντίβα ν' αποφύγει κάθε απροσεξία, να μη βγει καθόλου έξω, να φυλάγεται από τα ρεύματα κ.λ.π., κ.λ.π., ήταν αναπόφευκτο να συνδέσει η Καρλότα αυτές τις υπερβολικές κι αναπάντεχες συμβουλές, με τις απειλές του γράμματος.
Ήταν πέντε η ώρα, όταν έλαβε ξανά ένα ανώνυμο γράμμα, με τον ίδιο γραφικό χαραχτήρα. Ήταν σύντομο. Έγραφε: «Είστε συναχωμένη. Κι αν είσασταν λογική, θα καταλαβαίνατε πως είναι μια τρέλα το να θελήσετε να τραγουδήσετε απόψε».
Η Καρλότα χαχάνισε, ανασήκωσε τους υπέροχους ώμους της και τραγούδησε δυο τρεις νότες, πράγμα που την καθησύχασε. Οι φίλοι της κράτησαν την υπόσχεση τους. Ήρθαν όλοι. Μάταια όμως έψαχναν να βρουν τους άγριους συνωμότες που είχαν αναλάβει να κατατροπώσουν. Αν εξαιρούσε κανείς μερικούς «αμύητους», μερικούς έντιμους μπουρζουάδες που τα πράα πρόσωπά τους δεν έκφραζαν καμιά άλλη επιθυμία, εκτός από το να ξανακούσουν μια μουσική που εδώ και πολύν καιρό είχε κερδίσει την επιδοκιμασία τους, όλοι οι άλλοι ήταν οι συνηθισμένοι πιστοί φίλοι της Όπερας, που τα εκλεπτυσμένα τους, ειρηνικά και χρηστά ήθη απέκλειαν κάθε σκέψη για οποιαδήποτε απρεπή εκδήλωση. Το μόνο πράγμα που ήταν αφύσικο εκείνη τη βραδιά ήταν η παρουσία των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν στο θεωρείο No 5. Οι φίλοι της Καρλότας σκέφτηκαν πως ίσως οι κύριοι διευθυντές είχαν προειδοποιηθεί για το ενδεχόμενο ενός σκανδάλου και γι' αυτό θέλησαν να βρίσκονται στην αίθουσα έτσι ώστε να μπορέσουν, αν χρειαστεί, να σταματήσουν κάθε εκδήλωση στη γέννηση της. Ωστόσο, επρόκειτο για μια αυθαίρετη υπόθεση, όπως ξέρετε. Το μόνο που σκεφτόντουσαν οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν ήταν το φάντασμα τους.
Τίποτα;… Άδικα ρωτώ, περιμένοντας με αγωνία,
Τη Φύση και τον Δημιουργό.
Καμιά φωνή δε μου ψιθυρίζει,
Μια λέξη παρηγοριάς!…
Την ώρα που ο διάσημος βαρύτονος Κάρολους Φόντα τραγουδούσε το πρώτο κάλεσμα του δόκτορα Φάουστ προς τις δυνάμεις του σκότους, ο Φερμέν Ρισάρ, που καθόταν στη θέση του φαντάσματος — τη δεξιά θέση της πρώτης σειράς — έσκυψε, (με την καλύτερη διάθεση του κόσμου) προς το συνεργάτη του και του είπε:
«Εσύ, άκουσες καμιά φωνή να σου ψιθυρίζει λεξούλες;»
«Ας περιμένουμε! δεν πρέπει να βιαζόμαστε», είπε στον ίδιο ειρωνικό τόνο ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν. «Η παράσταση” μόλις τώρα άρχισε και ξέρεις καλά πως το φάντασμα συνήθως έρχεται στη μέση της πρώτης πράξης».
Η πρώτη πράξη τέλειωσε δίχως να συμβεί τίποτα, πράγμα που δεν ξάφνιασε τους φίλους της Καρλότας, μια που στην πρώτη πράξη η Μαργαρίτα δεν εμφανίζεται καθόλου. Όσο για τους διευθυντές, μόλις κατέβηκε η αυλαία αλληλοκοιτάχτηκαν χαμογελώντας:
«Πάει η μία!» είπε ο Μονσαρμέν.
«Ναι, το φάντασμα καθυστέρησε!» δήλωσε ο Φερμέν Ρισάρ.
Ο Μονσαρμέν, αστειευόμενος πάντα, συνέχισε:
«Η αίθουσα είχε μια πολύ καλή συμπεριφορά, αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για μια καταραμένη αίθουσα».
Ο Ρισάρ καταδέχτηκε να χαμογελάσει. Έδειξε στο συνεργάτη του μια αρκετά μπανάλ, συμπαθητική, χοντρή κυρία, ντυμένη στα μαύρα, που καθότανε σε μια πολυθρόνα στη μέση της αίθουσας έχοντας δίπλα της δυο άντρες με συνηθισμένη εμφάνιση και ρεντικότα.
«Μα, τι κόσμος είναι αυτός;» ρώτησε ο Μονσαρμέν.
«Αυτός ο κόσμος, αγαπητέ μου, είναι η θυρωρός μου, ο αδελφός της και ο άντρας της».
«Τους έδωσες εισητήρια;»
«Μα την πίστη μου, ναι!… Η θυρωρός μου δεν είχε πάει ποτέ στην Όπερα… είναι η πρώτη φορά… κι αφού τώρα θα είναι υποχρεωμένη να έρχεται κάθε βράδυ, ήθελα να έχει μια καλή θέση πριν αρχίσει ν' ασχολείται με τις θέσεις των άλλων».
Ο Μονσαρμέν ζήτησε εξηγήσεις και τότε ο Ρισάρ τον πληροφόρησε πως είχε αποφασίσει ν' αντικαταστήσει τη μαντάμ Ζιρί με τη θυρωρό του, στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
«Α! τώρα που αναφέραμε τη μαντάμ Ζιρί», είπε ο Μονσαρμέν, «το ξέρεις πως έχει καταθέσει μήνυση εναντίον σου;»
«Με μάρτυρα ποιον, μήπως το φάντασμα;»
Το φάντασμα! Ο Μονσαρμέν το είχε ξεχάσει σχεδόν ολότελα. Εξάλλου, το μυστηριώδες πρόσωπο, δεν είχε κάνει τίποτα για να θυμίσει την παρουσία του στους κυρίους διευθυντές.
Ξαφνικά, η πόρτα του θεωρείου άνοιξε διάπλατα και φάνηκε έκπληκτος ο διαχειριστής.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησαν κι οι δυο, παραξενεμένοι που έβλεπαν το διαχειριστή σ' ένα τέτοιο μέρος, μια τέτοια στιγμή.
Читать дальше