Ω! Αυτή η παραλία είναι ατέλειωτη… ατέλειωτη…
Να οι τρεις δρόμοι… Να η έρημη αλάνα… οι παγωμένες φυλλωσιές, το ακίνητο τοπίο κάτω απ' τον άσπρο ουρανό. Τα τζάμια κουδουνίζουν, ο ήχος τους σου σκίζει τ' αφτιά… Τι θόρυβο που κάνει αυτό το αμάξι, που προχωρά τόσο απελπιστικά αργά! Αναγνωρίζει τα σπιτάκια… τα περιβόλια, τις κατηφοριές, τα δέντρα του δρόμου… Να η τελευταία στροφή του δρόμου, και μετά θα κατηφορίσουμε και θ' απλωθεί μπρος μας η θάλασσα… ο μεγάλος κόλπος του Περός…
Εκείνη, είχε κατέβει στο πανδοχείο το Ηλιοβασίλεμα. Πολύ ωραία! Είναι το μοναδικό στην περιοχή. Άλλωστε, είναι πολύ συμπαθητικό. Θυμάται που παλιά λέγανε εκεί ένα σωρό όμορφες ιστορίες! Πώς χτυπά η καρδιά του! Τι θα του πει άραγε όταν τον δει;
Ο πρώτος άνθρωπος που βλέπει μπαίνοντας στην παλιά, γεμάτη καπνούς αίθουσα είναι η μαμά — Τρικάρ. Τον αναγνωρίζει. Τον χαιρετά. Τον ρωτά τι τον φέρνει εδώ, κι αυτός κοκκινίζει. Λέει πως είχε δουλειές στη Λανιόν και σκέφτηκε να 'ρθει μέχρις εδώ να τη δει. Θέλει να του δώσει να φάει, αλλά αυτός της λέει: «Σε λίγο». Μοιάζει να περιμένει κάποιον ή κάτι. Η πόρτα ανοίγει. Είναι όρθιος. Δεν έκανε λάθος. Είναι αυτή! Θέλει να της μιλήσει, σωριάζεται σε μια καρέκλα. Αυτή στέκεται εκεί μπροστά του, χαμογελώντας. Τον περίμενε. Το πρόσωπό της είναι φρέσκο και ροδαλό σαν φράουλα στη σκιά. Φαίνεται πως το όμορφο κορίτσι μόλις είχε γυρίσει από μια μικρή βόλτα. Το στήθος της, πάνω από την αγνή της καρδιά, ανεβοκατεβαίνει ελαφριά. Τα μάτια της, καθάριοι καθρέφτες ανοιχτού γαλανού, του γαλανού των λιμνών, που ακίνητες ονειρεύονται, εκεί ψηλά, στα βορεινά του κόσμου. Τα μάτια της του στέλνουν ήσυχα το είδωλο της αγνής καρδιά της. Το γούνινο παλτό της είναι μισάνοιχτο πάνω στο γεμάτο χάρη νεανικό της κορμί. Ο Ραούλ και η Κριστίν κοιτιούνται για ώρα πολλή. Η μαμά — Τρικάρ χαμογελά κι ευγενικά απομακρύνεται. Τελικά, η Κριστίν λέει:
«Ήρθατε, κι αυτό δε με ξαφνιάζει. Είχα ένα προαίσθημα γυρνώντας απ' την εκκλησία, πως θα σας έβρισκα εδώ, σ' αυτό το πανδοχείο. Κάποιος εκεί κάτω μου το 'πε. Ναι, μου είχαν αναγγείλει τον ερχομό σας».
«Μα ποιος;» ρωτά ο Ραούλ, παίρνοντας στα χέρια του το μικρό χέρι της Κριστίν. Αυτή τον αφήνει.
«Μα ο καημένος, ο νεκρός πατέρας μου». Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους δυο νέους.
Μετά, ο Ραούλ λέει:
«Κριστίν, μήπως ο πατέρας σας σας είπε πως σας αγαπώ και πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσάς;»
Η Κριστίν κοκκίνησε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της και γύρισε αλλού το πρόσωπό της, είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Εμένα; Είσαστε τρελός, φίλε μου».
Και ξεσπά σε γέλια για να δείξει πως είναι άνετη.
«Κριστίν, μη γελάτε. Είναι πολύ σοβαρό».
Εκείνη του λέει σοβαρά:
«Δε σας έκανα να έρθετε μέχρι εδώ, για να μου πείτε τέτοια πράγματα».
«“Με κάνατε να έρθω”, καλά το λέτε Κριστίν. Ξέρατε πως το γράμμα σας δε θα μ' άφηνε αδιάφορο και πως θα 'τρεχα να σας βρω στο Περός. Πώς είναι δυνατόν να είσαστε σίγουρη πως θα 'ρθω και να μην σας πέρασε απ' το νου ότι σας αγαπώ;»
«Σκέφτηκα πως θα θυμόσασταν τα παιδικά μας παιχνίδια, όπου τόσες φορές έπαιρνε μέρος κι ο πατέρας μου. Αν θέλετε, κατά βάθος, ούτε και γω ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκα… Ίσως έκανα λάθος που σας έγραψα… Η τόσο ξαφνική επίσκεψη σας εκείνη τη βραδιά στο καμαρίνι μου, με πήγε πολύ μακριά, μακριά στο παρελθόν κι έτσι σας έγραψα. Σας έγραψε το μικρό κορίτσι που ήμουνα τότε, το μικρό κορίτσι που θα ήταν ευτυχισμένο να σας ξαναδεί… Αυτό το μικρό κορίτσι σας έγραψε, σε μια στιγμή μελαγχολίας και μοναξιάς, σε μια στιγμή που θα 'θελε να 'χει κοντά της το σύντροφο των παιδικών της χρόνων…»
Για λίγο μένουν ξανά σιωπηλοί. Στη συμπεριφορά της Κριστίν υπάρχει κάτι που φαίνεται αφύσικο στον Ραούλ, αλλά που δεν μπορεί να προσδιορίσει για τι ακριβώς πρόκειται. Ωστόσο, δεν τη νιώθει εχθρική… αλλά τη νιώθει κάπως απόμακρη… η απελπισμένη τρυφερότητα των ματιών της του λέει πολλά… Γιατί όμως υπάρχει απελπισία σ' αυτήν την τρυφερότητα;… Αυτό ίσως πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει… αυτό θέλει να καταλάβει…
«Η φορά που με είδατε στο καμαρίνι σας, ήταν η πρώτη φορά που αντιληφθήκατε την παρουσία μου;»
Η νέα κοπέλα δεν ξέρει να λέει ψέματα.
«Όχι! Σας είχα δει πολλές φορές στο θεωρείο του αδελφού σας. Σας είχα δει και στο πλατό».
«Το φανταζόμουνα!» λέει ο Ραούλ σφίγγοντας τα χείλια. «Μα τότε, γιατί, όταν με είδατε στο καμαρίνι σας, όταν έπεσα στα γόνατά σας και σας θύμησα πως ήμουν το αγόρι που είχε μαζέψει την εσάρπα σας απ' τη θάλασσα, γιατί φερθήκατε σαν να μη θυμάστε τίποτα και γελάσατε;»
Читать дальше