Η μικρή Κριστίν ρωτούσε τον πατέρα της αν αυτός είχε ακούσει τον Άγγελο. Τότε, ο πατέρας — Ντααέ κουνούσε θλιμμένα το κεφάλι γνέφοντας αρνητικά. Μετά, το βλέμμα του γινόταν λαμπερό, κοιτούσε το παιδί του και του 'λεγε:
«Εσύ, παιδί μου, θα τον ακούσεις κάποια μέρα! Όταν εγώ θα βρίσκομαι στον ουρανό, θα στον στείλω, στο υπόσχομαι!»
Εκείνη την εποχή ο πατέρας — Ντααέ είχε αρχίσει κιόλας να βήχει…
Το φθινόπωρο ήρθε, χωρίζοντας την Κριστίν απ' τον Ραούλ. Ξανασυναντήθηκαν τρία χρόνια αργότερα. Ήταν πια έφηβοι.
Η συνάντηση έγινε ξανά στο Περός και έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του Ραούλ. Ο καθηγητής Βαλέριους είχε πεθάνει. Η μαμά — Βαλέριους είχε μείνει στη Γαλλία κοντά στον μπαμπά — Ντααέ και την κόρη του, που εξακολουθούσαν να παίζουν βιολί και να τραγουδούν, συμπαρασύροντας στο αρμονικό τους όνειρο την αγαπημένη τους προστάτιδα, που έμοιαζε να ζει πια μόνο για τη μουσική. Ο νεαρός άντρας είχε πάει εντελώς τυχαία στο Περός. Μόλις έφτασε πήγε κατευθείαν στο μικρό σπιτάκι όπου έμενε άλλοτε η μικρή του φίλη. Πρώτα είδε το γέρο — Ντααέ, που σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε, λέγοντας του πως τον θυμόντουσαν πάντα με τρυφερότητα. Πραγματικά, δεν είχε περάσει μέρα δίχως η Κριστίν να μιλήσει για τον Ραούλ. Ο γέροντας μιλούσε ακόμη όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα, γοητευτική και περιποιητική, η νεαρή κοπέλα, φέρνοντας το αχνιστό τσάι. Μόλις αναγνώρισε τον Ραούλ άφησε κάτω το δίσκο που κρατούσε. Μια ελαφριά φλόγα απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ήταν διστακτική· σιωπούσε. Ο πατέρας — Ντααέ τους κοιτούσε. Ο Ραούλ πλησίασε τη νεαρή κοπέλα και τη φίλησε. Εκείνη δέχτηκε το φιλί του μ' ευχαρίστηση. Τον ρώτησε μερικά πράγματα, έπειτα ανταποκρίθηκε επιδέξια στα καθήκοντα της οικοδέσποινας, ξαναπήρε το δίσκο κι έφυγε απ' το δωμάτιο. Μετά, κατέφυγε στη μοναξιά του κήπου. Για πρώτη φορά την πλημμύριζαν συναισθήματα που τάραζαν την εφηβική της καρδιά. Ο Ραούλ πήγε να τη συναντήσει στον κήπο κι έμειναν να κουβεντιάζουν μέχρι το βράδυ. Ήταν και οι δυο πολύ αμήχανοι. Είχαν αλλάξει πάρα πολύ από παλιά. Σχεδόν δεν αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον. Τώρα έμοιαζαν να έχουν κατακτήσει μια σημαντική σοβαρότητα. Ήταν προσεκτικοί σαν διπλωμάτες, και έλεγαν ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν είχαν καμιά σχέση με τα συναισθήματα που γεννιόντουσαν στις καρδιές τους. Όταν αποχαιρετίστηκαν, στην άκρη του δρόμου, ο Ραούλ είπε στην Κριστίν, φιλώντας απαλά το τρεμάμενο χέρι της:
«Δεσποινίς, δε θα σας ξεχάσω ποτέ!» κι έφυγε, μετανοιώνοντας για την τολμηρή του φράση, αφού ήξερε καλά πως η Κριστίν Ντααέ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει η γυναίκα του υποκόμη ντε Σανιύ.
Όσο για την Κριστίν, πήγε γρήγορα στον πατέρα της και του είπε: «Δε βρίσκεις πως ο Ραούλ δεν είναι πια ευγενικός όπως παλιά; Δεν τον αγαπώ πλέον!» Προσπάθησε να μην τον σκέφτεται. Ήταν πολύ δύσκολο να το καταφέρει. Ρίχτηκε με τα μούτρα στην τέχνη της, που γέμιζε κάθε λεπτό της ζωής της. Όσοι την άκουγαν, της έλεγαν πως μια μέρα θα γινόταν η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Όμως, μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας της πέθανε και μαζί μ' αυτόν ο Κριστίν έχασε τη φωνή της, την ψυχή της και την ιδιοφυία της. Παρ' όλ' αυτά, εξακολουθούσε να έχει αρκετές ικανότητες, ώστε να μπορέσει να μπει στο Ωδείο. Μόνο αυτό όμως. Ήταν μια συνηθισμένη μαθήτρια και τίποτε παραπάνω. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. Κατάφερε να αποσπάσει κι ένα βραβείο, μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τη γριά μαμά — Βαλέριους, με την οποία εξακολουθούσε να ζει μαζί. Την πρώτη φορά που ο Ραούλ ξαναείδε την Κριστίν, στην Όπερα, είχε καταγοητευτεί από την ομορφιά της νέας κοπέλας και από τη θύμηση των περασμένων ημερών αλλά κι είχε ξαφνιαστεί από το τραγούδι της που δεν ήταν τίποτα το αξιόλογο. Έμοιαζε ξεκομμένη απ' όλα. Ξαναπήγε να την ακούσει. Την ακολούθησε στα παρασκήνια. Προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή. Πάνω από μια φορά τη συνόδευσε μέχρι το κατώφλι του καμαρινιού της, αλλά αυτή ούτε που τον έβλεπε. Άλλωστε, έμοιαζε να μην βλέπει κανέναν. Ήταν εντελώς αδιάφορη για όλα. Ο Ραούλ υπέφερε· ήταν τόσο όμορφη. Εκείνος, ντροπαλός, δεν τολμούσε να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό πως την αγαπούσε. Και μετά, συνέβη το εκπληκτικό γεγονός: Η βραδιά του γκαλά: οι ουρανοί ορθάνοιχτοι, μια αγγελική φωνή ήρθε στη γη ν' αγαλλιάσει τους ανθρώπους και ν' αναλώσει την ψυχή της.
Και μετά… και μετά, αυτή η αντρική φωνή πίσω απ' την πόρτα: «Πρέπει να μ' αγαπήσετε!» και μέσα στο καμαρίνι κανείς…
Γιατί άραγε είχε γελάσει όταν, καθώς άνοιγε τα μάτια της, της είχε πει: «Είμαι το μικρό παιδί που είχε πάει να σας φέρει την εσάρπα σας από τη θάλασσα»; Γιατί δεν τον αναγνώρισε; Και γιατί του έγραψε;
Читать дальше