«Μα, δεν είναι και τόσο δύσκολο! Μου τ' αφήνει πάνω στο τραπεζάκι του θεωρείου. Τα βρίσκω εκεί, μαζί με το πρόγραμμα, που πάντα του δίνω. Μερικά βράδια μάλιστα, βρίσκω και λουλούδια στο θεωρείο, φαντάζομαι κάποιο τριαντάφυλλο που θα γλίστρησε απ' το κορσάζ της ντάμας του… γιατί είμαι σίγουρη πως μερικές φορές πρέπει να έρχετε με κάποια κυρία. Μια άλλη φορά είχαν ξεχάσει μια βεντάλια».
«Α! Α! Το φάντασμα ξέχασε μια βεντάλια; Τι την κάνατε;»
«Του την έδωσα την επόμενη φορά που ήρθε;»
Σ' αυτό το σημείο ακούστηκε ο επιθεωρητής να λέει:
«Δεν τηρήσατε τους κανονισμούς, μαντάμ Ζιρί. Θα σας βάλω πρόστιμο».
«Πάψτε ηλίθιε!» (Μπάσα φωνή του κυρίου Ρισάρ).
«Του πήγατε λοιπόν τη βεντάλια! Και τι έγινε;»
«Ε, τι να γίνει κύριε διευθυντά… την πήραν… Στο τέλος της παράστασης δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση της είχαν αφήσει ένα κουτί μ' εγγλέζικες καραμέλες, που μ' αρέσουν τόσο πολύ… Ήταν κι αυτό μια από τις τόσες ευγενικές χειρονομίες του φαντάσματος…»
«Εντάξει, κυρία Ζιρί… Μπορείτε να πηγαίνετε».
Η μαντάμ Ζιρί έφυγε χαιρετώντας τους δυο διευθυντές με σεβασμό και με μια αξιοπρέπεια που δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Όσο γι' αυτούς, δήλωσαν στον κύριο επιθεωρητή πως ήταν αποφασισμένοι να στερηθούν των υπηρεσιών αυτής της τρελής γριάς, και του έδωσαν το ελεύθερο.
Μόλις, με τη σειρά του, έφυγε και ο επιθεωρητής, διαβεβαιώνοντας για την απόλυτη αφοσίωσή του στο ίδρυμα, οι κύριοι διευθυντές ειδοποίησαν το διαχειριστή να εξοφλήσει και τον κύριο επιθεωρητή.
Όταν έμειναν μόνοι, οι κύριοι διευθυντές είχαν ακριβώς την ίδια σκέψη, την οποία και αντάλλαξαν μεταξύ τους, μια σκέψη που ήρθε ταυτόχρονα στο νου και των δύο: να πάνε να ρίξουν μια ματιά στο θεωρείο No 5.
Δε θ' αργήσουμε να τους ακολουθήσουμε.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ της Κριστίν Ντααέ, που υπήρξε θύμα δολοπλοκιών για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα, δεν επαναλήφτηκε. Ωστόσο, της δόθηκε ακόμη μια φορά η ευκαιρία να τραγουδήσει στο Παρίσι. Τραγούδησε τα πιο ωραία κομμάτια του ρεπερτορίου της, στη δούκισσα της Ζυρίχης. Να πώς ο μεγάλος κριτικός Χ. Ψ.Ω., που βρισκόταν ανάμεσα στους καλεσμένους της δούκισσας, εκφράστηκε για το τραγούδι της:
«Όταν την ακούει κανείς στον Άμλετ, αναρωτιέται αν ο Σαίξπηρ ήρθε από τα Ηλύσια Πεδία, για να της διδάξει την Οφηλία… Είναι επίσης αλήθεια πως, όταν φορά το διάδημα της βασίλισσας της νύχτας, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς μήπως ο Μότσαρτ θα πρέπει να εγκαταλείψει την αιώνια κατοικία του, για να έρθει να την ακούσει. Όμως όχι. Δε χρειάζεται να ενοχληθεί αυτή η παλλόμενη φωνή αυτής της μαγικής ερμηνεύτριας του Μαγεμένου Αυλού, μπορεί να τον συναντήσει στον ουρανό, σκαρφαλώνοντας τις ουράνιες κλίμακες, με την ίδια ευκολία που πέρασε από την καλύβα του χωριού της στο μακάβριο παλάτι που έχτισε ο κύριος ο Γκαρνιέ».
Όμως, μετά τη βραδιά της δούκισσας της Ζυρίχης η Κριστίν δεν ξανατραγούδησε δημόσια.
Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή απόρριπτε όλες τις προτάσεις και όλους τους δασκάλους. Δίχως να δώσει καμιά ικανοποιητική εξήγηση, αρνήθηκε να εμφανιστεί σε μια φιλανθρωπική γιορτή, ενώ παλιότερα είχε υποσχεθεί πως θα συμμετάσχει.
Συμπεριφερόταν λες και δεν ήταν πια κύρια του εαυτού της και της τύχης της, λες κι η προοπτική ενός νέου θριάμβου τη φόβιζε.
Έμαθε πως ο κόμης ντε Σανιύ, για να ευχαριστήσει τον αδελφό του, είχε μιλήσει συχνά υπέρ της στον κύριο Ρισάρ. Του έγραψε για να τον ευχαριστήσει, αλλά και για να τον παρακαλέσει να μην ξαναμιλήσει γι' αυτήν στους διευθυντές της. Ποιοι άραγε ήταν οι λόγοι αυτής της τόσο παράξενης συμπεριφοράς; Μερικοί υποστήριξαν πως πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά κρυβόταν η υπεροψία. Άλλοι, μιλούσαν για υπερβολική σεμνότητα. Όμως, δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος του θεάτρου να είναι σεμνός σε τέτοιο βαθμό. Δεν έχει νόημα. Στην πραγματικότητα, νομίζω πως μια μόνο λέξη εξηγεί αυτήν την απίστευτη συμπεριφορά: φόβος. Ναι. Πιστεύω πως η Κριστίν Ντααέ φοβήθηκε αυτό που άρχιζε να της συμβαίνει. Τα 'χε χαμένα μ' όλον αυτόν τον κόσμο που την περιτριγύριζε. Τα 'χε χαμένα; Μα, αν είναι δυνατόν! Έχω εδώ ένα γράμμα της Κριστίν (συλλογή του Πέρση), που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ε, λοιπόν, όταν το ξαναδιάβασα κατάληξα πως ήταν άστοχο το να θεωρώ πως «τα 'χε χαμένα» ή πως είχε φοβηθεί το θρίαμβο της.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως ήταν τρομαγμένη. Ναι, ναι… τρομαγμένη. «Όταν τραγουδώ, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου!», λέει η ίδια.
Το καημένο, το αθώο, το γλυκό αυτό παιδί!
Читать дальше