Ήθελε και κάτι ακόμα κι είχε παρακαλέσει τη μαμά — Βαλέριους τόσο πολύ που, τελικά, εκείνη συμφώνησε να ικανοποιήσει την παραξενιά αυτού του παλιού βιολιστή του χωριού.
Την εποχή των πανηγυριών, των χορών και των μασκαρεμάτων, έφευγε για λίγο, όπως άλλοτε, μαζί με το βιολί και την κόρη του. Ο κόσμος δεν κουραζόταν ποτέ να τους ακούει. Όλη τη μέρα σκορπούσαν παντού μελωδίες, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριουδάκια και τις νύχτες κοιμόντουσαν στους αχυρώνες, αρνούμενοι τα κρεβάτια των πανδοχείων. Ξάπλωναν πάνω στ' άχυρα, σφίγγοντας ο ένας τον άλλον, όπως παλιά, όταν ζούσαν φτωχικά στη Σκανδιναβία.
Ήταν ντυμένοι πολύ απλά, αρνιόντουσαν τα χρήματα που τους έδιναν, και ο κόσμος ολόγυρά τους, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα απ' τη συμπεριφορά αυτού του βιολιστή που γυρνούσε στους δρόμους μαζί μ' αυτό το παιδί που τραγουδούσε όμορφα σαν άγγελος, τους ακολουθούσε παντού, από χωριό σε χωριό.
Μια μέρα, ένα νέο αγόρι απ' την πόλη που ήταν εκεί μαζί με την γκουβερνάντα του, ακολουθούσε συνέχεια, παλτού το μικρό κορίτσι. Η γλυκύτατη αθώα φωνή της έμοιζε να τον έχει μαγέψει. Έτσι, έφτασαν σ' ένα μικρό λιμανάκι που ακόμη ως σήμερα το λένε Τρεστράου. Εκείνον τον καιρό, σ' αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε παρά ο ουρανός, η θάλασσα και η χρυσαφένια αμμουδιά. Και πάνω απ' όλα, αυτός ο δυνατός άνεμος που πήρε την εσάρπα της Κριστίν και την πήγε στη θάλασσα. Η Κριστίν φώναξε κι άπλωσε τα χέρια, όμως το φουλάρι ήταν κιόλας μακριά, στα κύματα. Η Κριστίν άκουσε μια φωνή να της λέει:
«Μην ανησυχείτε δεσποινίς, θα σας φέρω πίσω την εσάρπα σας».
Τότε το κορίτσι είδε ένα μικρό αγόρι να τρέχει, να τρέχει, αψηφώντας τις φωνές και τις διαμαρτυρίες μιας καλής κυρίας, ντυμένης στα μαύρα. Το μικρό αγόρι προχώρησε, μπήκε στη θάλασσα με τα ρούχα και της έφερε την εσάρπα της. Τόσο το μικρό παιδί όσο και η εσάρπα ήταν σε κακά χάλια! Η κυρία με τα μαύρα ήταν αδύνατον να ηρεμήσει. Η Κριστίν όμως γελούσε μ' όλη της την καρδιά κι έτρεξε να φιλήσει το μικρό αγόρι. Ήταν ο υποκόμης Ραούλ ντε Σανιύ. Εκείνον τον καιρό έμενε με τη θεία του στη Λανιόν. Όλο το καλοκαίρι βλεπόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα κι έπαιζαν μαζί. Μετά από παράκληση της θείας και την παρέμβαση του καθηγητή Βαλέριους, ο καλός Ντααέ έκανε μαθήματα βιολιού στο νεαρό υποκόμη. Έτσι, ο Ραούλ έμαθε ν' αγαπά τις μελωδίες που είχαν μαγέψει την παιδική ηλικία της Κριστίν.
Είχαν κι οι δυο την ίδια μικρούλα, ονειροπόλα κι ήσυχη ψυχή. Τους άρεσαν οι ιστορίες με τους παλιούς κομήτες της Βρετάνης και το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να τις ζητιανεύουν στα κατώφλια των μικρών σπιτιών: «Καλή μου κυρία, καλέ μου κύριε, σας παρακαλούμε, μήπως έχετε καμιά μικρή ιστορία να μας πείτε;» Σπάνια δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ποια είναι αυτή η βρετονή γιαγιά που δεν έχει δει, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της, τα ξωτικά της Βρετάνης να χορεύουν στις φυλλωσιές των ρυκιών, κάτω από το σεληνόφωτο;
Όμως, η μεγάλη τους γιορτή ήταν όταν μέσα στην ησυχία του σούρουπου, λίγο μετά το βασίλεμα του ήλιου μέσ' στη θάλασσα, ο μπάρμπα — Ντααέ ερχόταν να κάτσει μαζί τους, στην άκρη του δρόμου για να τους ιστορήσει χαμηλόφωνα (λες και φοβόταν μην τρομάξει τα φαντάσματα που καλούσε), τους όμορφους, τρυφερούς και τρομερούς θρύλους της βορεινής του πατρίδας… Οι ιστορίες του, άλλοτε ήταν όμορφες σαν τα παραμύθια του Άντερσεν, άλλοτε ήταν θλιμμένες σαν τα τραγούδια του μεγάλου ποιητή Ρούνενμπεργκ. Όταν σταματούσε, τα δυο παιδιά έλεγαν με μια φωνή: «Κι άλλο».
Τπήρχε μια ιστορία που άρχιζε έτσι:
«Ένας βασιλιάς ήταν καθισμένος σ' ένα μικρό κοφίνι που έπλεε στα ήσυχα και βαθιά νερά π' ανοίγονται σαν λαμπρό μάτι καταμεσίς στα βουνά της Νορβηγίας…»
Και μια άλλη:
«Η μικρούλα Λότε τα σκεφτόταν όλα και δε σκεφτόταν τίποτα. Καλοκαιρινό πουλί, πετούσε ανάμεσα στις χρυσαφένιες ηλιαχτίδες, φορώντας πάνω στις ξανθές της μπούκλες την ανοιξιάτικη κορόνα της. Η ψυχή της ήταν τόσο καθαρή και τόσο γαλανή όσο και το βλέμμα της. Χαϊδολογούσε τη μητέρα της, ήταν πιστή στην κούκλα της, φρόντιζε με περίσσια προσοχή το φόρεμά της, τα κόκκινα παπούτσια της και το βιολί της, αλλά πάνω απ' όλα της άρεσε ν' ακούει, καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, τον Άγγελο της μουσικής».
Όσην ώρα ο καλός εκείνος άνθρωπος μιλούσε για όλ' αυτά, ο Ραούλ κοιτούσε τα γαλανά μάτια και τα χρυσά μαλλιά της Κριστίν και η Κριστίν σκεφτότανε πως η μικρή Λότε πρέπει να ήταν πολύ ευτυχισμένη που ο ύπνος την έπαιρνε ενώ άκουγε τον Άγγελο της μουσικής. Δεν υπήρχε ιστορία του μπάρμπα — Ντααέ που να μην αναφέρει τον Άγγελο της μουσικής και τα παιδιά του ζητούσαν συνέχεια να τους μιλήσει γι' αυτόν τον Άγγελο. Έτσι, οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό. Ο πατέρας — Ντααέ υποστήριζε πως όλοι οι μεγάλοι μουσικοί, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δέχονται, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής. Αυτός ο Άγγελος, καμιά φορά, έρχεται να σκύψει πάνω απ' την κούνια τους, έτσι όπως πήγε και στη μικρή Λότε. Γι' αυτό υπάρχουν τα παιδιά θαύματα, εκείνα τα χαρισματικά παιδιά που μπορούν στα έξι τους χρόνια και παίζουν βιολί καλύτερα από έναν πενηντάρη. Πρέπει να παραδεχτείτε πως πρόκειται για κάτι υπερφυσικό. Μερικές φορές, ο Άγγελος έρχεται πολύ αργότερα, γιατί τα παιδιά δεν είναι φρόνιμα και δε θέλουν να μάθουν. Άλλοτε πάλι, ο Άγγελος δεν έρχεται ποτέ, γιατί δεν έχουμε ούτε αγνή καρδιά ούτε ήσυχη συνείδηση. Τον Άγγελο, δεν μπορούμε ποτέ να τον δούμε, όμως οι χαρισματικές ψυχές μπορούν να τον ακούσουν. Αυτό γίνεται όταν δεν το περιμένουν, όταν είναι θλιμμένες κι απογοητευμένες. Τότε, ξαφνικά, τ' αφτί τους ακούει ουράνιες αρμονίες και μια θεϊκή φωνή που θα μείνει στη μνήμη τους για πάντα. Αυτοί που δέχτηκαν την επίσκεψη του Αγγέλου, έχουν για πάντα φλογισμένες τις ψυχές τους. Πάλλονται ολόκληροι, μ' έναν παλμό που δεν έχει καμιά σχέση με τα εγκόσμια. Αποχτούν το χάρισμα να μην μπορούν ν' αγγίξουν κάποιο όργανο ή ν' ανοίξουν το στόμα τους για να τραγουδήσουν, δίχως να γεννούν ήχους. Αυτοί που δε γνωρίζουν την ύπαρξη του Αγγέλου, λένε πως πρόκειται για ιδιοφυίες.
Читать дальше