Δεν εμφανιζόταν πουθενά κι ο υποκόμης ντε Σανιύ μάταια προσπαθούσε να τη συναντήσει. Της έγραψε, ζητώντας την άδεια να την επισκεφτεί. Είχε αρχίσει ν' απελπίζεται, όταν ένα πρωινό του έστειλε το ακόλουθο σημείωμα:
«Κύριε, ποτέ μου δεν ξέχασα εκείνο το μικρό παιδί που πήγε να βρει την εσάρπα μου στη θάλασσα. Δεν μπορώ να μην σας το γράψω αυτό, σήμερα, που φεύγω για το Περός, ανταποκρινόμενη σε ιερό καθήκον. Αύριο, είναι τα γενέθλια του αγαπημένου μου πατέρα, που είχατε γνωρίσει και που σας αγαπούσε πολύ. Έχει θαφτεί εκεί κάτω, μαζί με το βιολί του, στο κοιμητήρι γύρω απ' τη μικρή εκκλησία, στους πρόποδες του λόφου όπου τόσες φορές είχαμε παίξει όταν είμασταν μικροί. Είναι θαμμένος εκεί, στην άκρη του δρόμου, όπου, λίγο μεγαλύτεροι, χαιρετιστήκαμε για τελευταία φορά».
Όταν ο υποκόμης του Σανιύ έλαβε αυτό το μπιλιέτο από την Κριστίν Ντααέ, ντύθηκε βιαστικά, έγραψε ένα βιαστικό σημείωμα στον αδελφό του και όρμησε μέσα σ' ένα αμάξι που, τελικά, έφτασε καθυστερημένα στο σταθμό του Μονπαρνάς κι έτσι δεν πρόλαβε το πρωινό τρένο. Ο Ραούλ, πέρασε μια θλιβερή μέρα και δεν ξανάνιωσε χαρά για τη ζωή, παρά μόνο το βράδυ, όταν μπήκε στο βαγόνι του. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού διάβαζε, ξανά και ξανά, το γράμμα της Κριστίν και μύριζε το άρωμα της. Έφερνε στο νου του τη γλυκιά εικόνα των παιδικών τους χρόνων. Πέρασε όλη τη φριχτή ατέλειωτη νύχτα του τρένου, μέσα σ' ένα πυρετικό όνειρο που ως αρχή και τέλος είχε την Κριστίν Ντααέ. Όταν φτάσανε στην Λανιόν, μόλις ξημέρωνε. Έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο Περός Γκιρέκ. Ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Άρχισε να ρωτά διάφορα πράγματα τον οδηγό. Έμαθε πως το προηγούμενο βράδυ, μια νέα γυναίκα, που έμοιαζε Παριζιάνα, πήγε στο Περός και κατέβηκε στο πανδοχείο Το Ηλιοβασίλεμα. Δεν μπορούσε νάταν άλλη απ' την Κριστίν. Είχε έρθει μόνη. Ο Ραούλ αναστέναξε βαθιά. Επιτέλους, θα μπορούσε να μιλήσει με την ησυχία του στην Κριστίν. Η αγάπη του γι' αυτήν του έκοβε την ανάσα. Τούτο το μεγάλο αγόρι, που είχε κάνει το γύρο του κόσμου, ήταν αγνό σαν μια παρθένα που δεν είχε αφήσει ποτέ το σπίτι της μάνας της. Καθώς πλησίαζε σ' αυτήν που λάτρευε, θυμήθηκε την ιστορία της μικρής Σουηδέζας. Πολλές απ' τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι άγνωστες στον πολύ κόσμο.
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, κοντά στην Ουψάλα, ζούσε ένας χωρικός με την οικογένειά του. Όλη τη βδομάδα καλλιεργούσαν τη γη και την Κυριακή τραγούδαγαν στην εκκλησία. Αυτός ο χωρικός είχε ένα μικρό κοριτσάκι που πολύ πριν του μάθει να διαβάζει τα γράμματα, του έμαθε να διαβάζει μουσική. Ο μπάρμπα — Ντααέ, δίχως να το υποψιάζεται, ήταν ένας μεγάλος μουσικός. Έπαιζε βιολί και όλοι τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο βιολιστή της Σκανδιναβίας. Η φήμη του απλωνόταν παντού και πάντα αυτόν καλούσαν να παίξει, για να χορέψει ο κόσμος στους γάμους και τα πανηγύρια. Η μαμά — Ντααέ ήταν άρρωστη και πέθανε όταν η Κριστίν ήταν έξι χρονών. Τότε ο πατέρας της, που δεν αγαπούσε άλλον από την κόρη του και τη μουσική του, πούλησε το κτήμα του και πήγε να βρει την τύχη του στην Ουψάλα. Όμως δε βρήκε άλλο από δυστυχία.
Έτσι, ξαναγύρισε στην εξοχή. Γυρνούσε από πανηγύρι σε πανηγύρι σκορπώντας σκανδιναβικές μελωδίες, ενώ η κόρη του, που ήταν πάντα δίπλα του, τον άκουγε εκστατική και πολλές φορές τον συνόδευε τραγουδώντας. Μια μέρα, στο πανηγύρι του Λιμπί, τους άκουσε ο καθηγητής Βαλέριους και τους πήρε μαζί του στο Γκότενμπεργκ. Υποστήριξε πως ο πατέρας Ντααέ ήταν ο καλύτερος βιολιστής του κόσμου και πως η κόρη του είχε τη στόφα μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας. Ανάλαβε τη διαπαιδαγώγηση και μόρφωση του παιδιού. Παντού όπου πήγαινε μάγευε τους πάντες με την ομορφιά της, τη χάρη της και τη θέληση της για μάθηση και σωστή απόδοση. Η πρόοδος της ήταν πολύ γρήγορη. Στο μεταξύ όμως, ο καθηγητής Βαλέριους και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γαλλία. Η μαμά — Βαλέριους είχε την Κριστίν σαν παιδί της. Όσο για τον πατέρα της Κριστίν, έλιωνε από νοσταλγία για την πατρίδα του. Στο Παρίσι, δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ζούσε σαν μέσα σ' όνειρο που το συντηρούσε με το βιολί του. Για ώρες ολόκληρες κλεινόταν στο δωμάτιο του, μαζί με την κόρη του, και τους άκουγες να παίζουν μουσική και να τραγουδούν γλυκά γλυκά. Καμιά φορά, η μαμά -Βαλέριους πήγαινε κοντά στην πόρτα για να τους ακούσει. Αναστέναζε βαθιά, σκούπιζε κάποιο δάκρυ και απομακρυνόταν στις μύτες των ποδιών της. Κι αυτή νοσταλγούσε τον ουρανό της Σκανδιναβίας.
Ο πατέρας — Ντααέ, έμοιαζε να καλυτερεύει μόνο το καλοκαίρι όταν όλοι μαζί πήγαιναν να παραθερίσουν στο Περός — Γκιρέκ, σε μια γωνιά της Βρετάνης, που εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν ολότελα άγνωστη στους Παριζιάνους. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα αυτού του τόπου. Έλεγε πως είχε το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα της πατρίδας του. Πολλές φορές, έπαιρνε την κόρη του στην αμμουδιά κι εκεί έπαιζε τις πιο θλιμμένες του μελωδίες, λέγοντας πως ακόμη κι η θάλασσα σώπαινε για να τις ακούσει.
Читать дальше