Όμως, η μαντάμ Ζιρί συνεχίζει να σιγοτραγουδά, κουνώντας πέρα δώθε τα φτερά του καπέλου της που είχε το χρώμα της στάχτης:
Ας φύγουμε! Ας φύγουμε! Εδώ χαμηλά στους ουρανούς, Έτσι κι αλλιώς μας περιμένει και τους δυο η ίδια μοίρα.
«Μάλιστα, μάλιστα, καταλαβαίνουμε!» επαναλαμβάνει ο Ρισάρ… ανυπόμονος… «λοιπόν, λοιπόν;» «Λοιπόν, εκείνη τη στιγμή ο Λεοπόλντ φωνάζει:
“Πάμε να φύγουμε!” και ο Ελεάζερ τους σταματά ρωτώντας τους: “Πού πάτε;” Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο κύριος Πολινιύ, που τον παρατηρούσα απ' το βάθος ενός πλαϊνού θεωρείου που ήταν άδειο, ο κύριος Πολινιύ λοιπόν, σηκώθηκε όρθιος και έφυγε στητός σαν άγαλμα και μόλις που πρόλαβα να τον ρωτήσω, όπως ο Ελεάζερ: “πού πάτε;”. Αυτός όμως δεν μου απάντησε. Ήταν κατάχλομος! Σαν νεκρός! Τον κοιτούσα ενώ κατέβαινε τις σκάλες… αυτός δεν έσπασε το πόδι… Περπατούσε σαν υπνοβάτης, σαν να ζούσε ένα φοβερό εφιάλτη… Ούτε την έξοδο δεν μπορούσε να βρει… αυτός που πληρωνόταν για να ξέρει την Όπερα απ' έξω κι ανακατωτά!»
Αυτά είπε η μαντάμ Ζιρί και σταμάτησε για να δει την εντύπωση που προκάλεσαν τα λόγια της. Η ιστορία του Πολινιύ έκανε τον κύριο Μονσαρμέν να κουνήσει το κεφάλι του πέρω δώθε.
«Όλ' αυτά δε μου λένε τίποτα, ούτε για τις συνθήκες ούτε για τον τρόπο που εμφανίζεται το φάντασμα και μάλιστα σας ζητά να του πάτε ένα μικρό σκαμνάκι!» είπε, κεραυνοβολώντας τη μαντάμ Ζιρί με το βλέμμα του.
«Ναι… αλλά είναι μετά απ' αυτό το βράδυ… γιατί μετά απ' αυτό το βράδυ δεν ξαναενοχλήσαμε το φάντασμα μας… ποτέ πια δεν προσπαθήσαμε να του στερήσουμε το θεωρείο του. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ έδωσαν εντολή να του το παραχωρούν σε όλες τις παραστάσεις. Έτσι λοιπόν, όταν ερχότανε μου ζητούσε το σκαμνάκι του…»
«Χμ! χμ! ένα φάντασμα που ζητά ένα μικρό σκαμνάκι. Είναι λοιπόν θηλυκού γένους το φάντασμά σας, είναι μια γυναίκα — φάντασμα;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν.
«Όχι, το φάντασμα είναι άντρας».
«Πώς το ξέρετε;»
«Έχει αντρική φωνή! Ω! έχει μια τόσο γλυκιά φωνή! Να σας πω πώς γίνεται: Όταν έρχεται στην Όπερα, συνήθως έρχεται στη μέση της πρώτης πράξης, χτυπά τρεις φορές απαλά την πόρτα του θεωρείου No 5. Την πρώτη φορά που άκουσα αυτά τα χτυπήματα, ενώ ήξερα πολύ καλά πως το θεωρείο ήταν άδειο, ξαφνιάστηκα κι ήμουν τρομερά περίεργη να δω τι συνέβαινε! Ανοίγω την πόρτα, κοιτάζω: κανείς! και μετά, να που ακούω μια φωνή να μου λέει: “Κυρία Ζιλ” (είναι το όνομα του μακαρίτη του άντρα μου), “μπορώ να έχω ένα σκαμνάκι, σας παρακαλώ;” Μ' όλο το σεβασμό που σας έχω, κύριε διευθυντά, είχα γίνει κατακόκκινη σαν ντομάτα… Η φωνή όμως συνέχιζε: “Μην τρομάζετε μαντάμ Ζιλ, είμαι εγώ, το φάντασμα της Όπερας!!!” Κοίταξα προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή. Ήταν μια φωνή τόσο ζεστή, τόσο οικεία, που δε με φόβιζε πια καθόλου. Η φωνή, κύριε διευθυντά, ήταν καθισμένη στην πρώτη πολυθρόνα της πρώτης δεξιάς σειράς. Δεν έβλεπα κανέναν στην πολυθρόνα, αλλά θα μπορούσε να πάρει κανείς όρκο πως κάποιος ήταν κρυμμένος εκεί και μιλούσε, κάποιος μάλιστα που, μα την πίστη μου, ήταν πάρα πολύ ευγενικός».
«Το θεωρείο που βρίσκεται δεξιά από το No 5 ήταν κατειλημμένο;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν.
«Όχι. Τόσο το θεωρείο No 7 όσο και το θεωρείο No 3, τα δυο διπλανά θεωρεία δηλαδή, ήταν άδεια εκείνη την ώρα. Η παράσταση μόλις είχε αρχίσει».
«Λοιπόν, τι κάνατε τότε;»
«Έφερα ένα σκαμνάκι. Προφανώς δεν το ήθελε για τον εαυτό του, ήταν για κάποια κυρία! Αυτή όμως ούτε την είδα ούτε την άκουσα ποτέ…»
Πώς; Τι; Τώρα; λοιπόν, το φάντασμα έχει και γυναίκα! Το διπλό βλέμμα των κυρίων Μονσαρμέν και Ρισάρ πήγε από τη μαντάμ Ζιρί στον επιθεωρητή που, πίσω από την ταξιθέτρια, κουνούσε πέρα δώθε τα χέρια του προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή των προϊσταμένων του. Κουνούσε κυκλικά τα δάχτυλα του χεριού του πλάι στο μέτωπο του, για, να κάνει, χωρίς αμφιβολία, τους διευθυντές να καταλάβουν πως η μαντάμ Ζιρί δεν έστεκε καλά στα λογικά της. Ο κύριος Ρισάρ σκέφτηκε πως καλά θα έκανε να ξεφορτωθεί τον επιθεωρητή που κρατούσε στην υπηρεσία του έναν τρελό.
Η καλή γυναίκα, παραδομένη εντελώς στο φάντασμα της συνέχιζε, εκθειάζοντας τη γενναιοδωρία του.
«Στο τέλος του θεάματος, μου δίνει πάντα σαράντα σαντίμια, καμιά φορά εκατό, καμιά φορά μέχρι και δέκα φράγκα! Αυτό το έκανε όταν είχε μέρες να έρθει. Μόνο που… από τότε που ξανάρχισαν να το ενοχλούν δεν μου δίνει πια τίποτε…»
«Να μας συγχωρείτε, καλή μας κυρία… (καινούριο ταρακούνημα του φτερού του καπέλου, που είχε το χρώμα της στάχτης, μπρος σ' αυτήν την αναπάντεχη οικειότητα). Συγνώμη!… Μα, με ποιον τρόπο σας δίνει τα χρήματα το φάντασμα;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν, που από τη φύση του ήταν περίεργος.
Читать дальше