«Βρέθηκα στην ανάγκη», γράφει ο επιθεωρητής, «να ζητήσω την παρέμβαση ενός αστυφύλακα για να εκκενώσω δυο φορές, μια στην αρχή και μια στη μέση της δεύτερης πράξης, το θεωρείο No 5. Αυτοί που το κατέλαβαν — είχαν έρθει στην αρχή της δεύτερης πράξης — προκαλούσαν πραγματικό σκάνδαλο με τα γέλια και τα ηλίθια σχόλιά τους. Παντού γύρω τους ακούγονταν “σσστ” και η αίθουσα άρχιζε να διαμαρτύρεται. Τότε ήρθε και με βρήκε η ταξιθέτρια. Πήγα στο θεωρείο και τους έκανα τις σχετικές παρατηρήσεις. Αυτοί οι άνθρωποι δε μου φάνηκαν καθόλου στα καλά τους και τα επιχειρήματά τους ήταν γελοία. Τους προειδοποίησα πως αν επαναλαμβάνονταν τα ίδια θα ήμουν υποχρεωμένος να τους βγάλω από το θεωρείο. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να φύγω και ξανάκουσα τα τρανταχτά γέλια και τις διαμαρτυρίες του κοινού. Επέστρεψα μαζί μ' έναν αστυφύλακα που τους υποχρέωσε να εκκενώσουν το θεωρείο. Διαμαρτυρόντουσαν, εξακολουθώντας να γελούν, δηλώνοντας πως δεν επρόκειτο να φύγουν αν δεν έπαιρναν πίσω τα λεφτά τους. Τελικά ηρέμησαν και τους άφησα να επιστρέψουν στο θεωρείο. Όμως, ξανάρχισαν τα γέλια και το θόρυβο κι αυτή τη φορά τους έδιωξα οριστικά».
«Να περάσει ο επιθεωρητής», φώναξε ο Ρισάρ στο γραμματέα του, που είχε διαβάσει πριν απ' αυτόν την αναφορά του επιθεωρητή και την είχε χαραχτηρίσει επείγουσα.
Ο γραμματέας, ο κύριος Ρεμί, — εικοσιτεσσάρων χρόνων, λεπτό μουστάκι, κομψός, μεγαλοπρεπής (εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωτικό να φορά ρεντικότα σ' όλη τη διάρκεια της μέρας), έξυπνος και ντροπαλός μπροστά στο διευθυντή του, με 2.400 μισθό το χρόνο, πληρώνεται από το διευθυντή, κάνει διαλογή των εφημερίδων, απαντά στα γράμματα, μοιράζει τις προσκλήσεις, κανονίζει τα ραντεβού, συζητά μέ τους δυσαρεστημένους, επισκέπτεται τους άρρωστους καλλιτέχνες, αναζητά σωσίες, έρχεται σ' επαφή με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και, πάνω απ' όλα, είναι η κλειδαριά για το γραφείο του διευθυντή. Κι όμως, απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, γιατί η θέση του δεν έχει αναγνωριστεί από τη διοίκηση. Ο γραμματέας, που είχε ήδη φροντίσει να έρθει ο επιθεωρητής, έδωσε εντολή να τον αφήσουν να περάσει.
Ο επιθεωρητής μπήκε μέσα κάπως ανήσυχος.
«Πέστε μας λοιπόν, τι ακριβώς έγινε;», είπε απότομα ο Ρισάρ.
Ο επιθεωρητής άρχισε να ψελλίζει και παρέπεμψε στην αναφορά του.
«Μα, επιτέλους! Γιατί γελούσαν αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε ο Μονσαρμέν.
«Κύριε διευθυντά, φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στην Όπερα μετά από ένα καλό δείπνο και έμοιαζαν να έχουν μεγαλύτερη διάθεση γι' αστεία παρά για ν' ακούσουν μουσική. Ήδη από την αρχή, μόλις μπήκαν στο θεωρείο ξαναβγήκαν και ζήτησαν την ταξιθέτρια. Η ταξιθέτρια ήρθε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. “Κοιτάξτε μέσα στο θεωρείο, είσαστε σίγουρη πως δεν υπάρχει κανείς άλλος;… — Ναι, απάντησε εκείνη. — Και όμως, είπαν, όταν μπήκαμε μέσα μας φάνηκε πως κάποιος ήταν εκεί”».
Ο κύριος Μονσαρμέν, δεν μπόρεσε να κοιτάξει τον κύριο Ρισάρ χωρίς να χαμογελάσει. Όμως, ο κύριος Ρισάρ δε φαινόταν να 'χει διάθεση για χαμόγελα. Ήταν πολύ «μπασμένος» σε τέτοια κόλπα για να μην μπορέσει ν' αναγνωρίσει σ' αυτά, που με τη μεγαλύτερη αφέλεια του κόσμου έλεγε ο επιθεωρητής, όλα τα συμπτώματα ενός κακόγουστου αστείου απ' αυτά που συνήθως στην αρχή κάνουν τα θύματά τους να διασκεδάζουν, αλλά που, κατά κανόνα, καταλήγουν να τα εξαγριώνουν.
Ο κύριος επιθεωρητής, για να φανεί ευγενικός στον κύριο Μονσαρμέν που χαμογελούσε, θεώρησε καλό να χαμογελάσει κι αυτός. Ατυχές χαμόγελο! Το βλέμμα του κυρίου Ρισάρ κεραυνοβόλησε τον υπάλληλο, που βιάστηκε να επιδείξει ένα εξαιρετικά έκπληκτο πρόσωπο.
«Μα επιτέλους, όταν αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν», ρώτησε μουγκρίζοντας σχεδόν ο τρομερός Ρισάρ, «υπήρχε ή δεν υπήρχε κάποιος στο θεωρείο;»
«Δεν υπήρχε κανείς κύριε διευθυντά! Απολύτως κανείς! Ούτε στο δεξιό θεωρείο ούτε στο αριστερό! Κανείς, σας τ' ορκίζομαι! Βάζω το χέρι μου στη φωτιά! Αυτό αποδεικνύει πως επρόκειτο γι' αστείο».
«Και η ταξιθέτρια, τι είπε;»
«Ω! Για την ταξιθέτρια τα πράγματα είναι απλά. Είπε πως ήταν το φάντασμα της Όπερας. Τι να πει κανείς!»
Μ' αυτά τα λόγια ο επιθεωρητής χαχάνισε. Για μια ακόμη φορά όμως, κατάλαβε πως έκανε μέγα λάθος γιατί δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει τη φράση: «είπε πως ήταν το φάντασμα της Όπερας» και είδε τη φυσιογνωμία του κυρίου Ρισάρ, από κει που ήταν σκυθρωπή, να γίνεται άγρια.
«Να μου φέρουν αμέσως εδώ την ταξιθέτρια!» διέταξε… «Αμέσως! Όλοι οι άλλοι να φύγουν! Αμέσως!»
Ο επιθεωρητής πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Ρισάρ του έκλεισε το στόμα μ' ένα «πάψτε» που δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Μετά, όταν τα χείλια του δυστυχισμένου υφισταμένου έμοιαζαν να 'χουν κλείσει για πάντα, ο κύριος διευθυντής διέταξε να ξανανοίξουν.
Читать дальше