Ο κύριος Πολινιύ μας έδειξε διστακτικά αυτήν την τελευταία παράγραφο που σίγουρα μας αιφνιδίασε.
«Αυτό είναι όλο; Δε ζητά τίποτε άλλο;» ρώτησε ο Ρισάρ με τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχραιμία.
«Όχι, δεν είναι μόνο αυτό», απάντησε ο Πολινιύ.
Ξεφύλλισε το καταστατικό και διάβασε:
«Άρθρο 63: Το μεγάλο θεωρείο της δεξιάς μεριάς, No 1, προορίζεται για τον αρχηγό του Κράτους. Το θεωρείο No 20, τις Δευτέρες και το No 30 τις Τρίτες και τις Παρασκευές, είναι στη διάθεση του υπουργού. Το δεύτερο θεωρείο No 27, προορίζεται καθημερινά για τους ιθύνοντες της αστυνομίας».
Στο τέλος αυτού του άρθρου ο κύριος Πολινιύ μας έδειξε μια γραμμή που είχε προστεθεί με κόκκινο μελάνι.
Το πρώτο θεωρείο No 5, σε όλες τις παραστάσεις, βρίσκεται στη διάθεση του φαντάσματος της Όπερας.
Μετά απ' αυτό το τελευταίο «χτύπημα», δεν μπορέσαμε παρά να σηκωθούμε και να σφίξουμε θερμά τα χέρια των δύο προκατόχων μας, συγχαίροντας τους για τη θαυμάσια φάρσα τους, που αποδείκνυε πως η παλιά καλή γαλλική ευθυμία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Ο Ρισάρ μάλιστα θεώρησε πως έπρεπε να προσθέσει ότι «τώρα καταλάβαινε γιατί οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ εγκατέλειπαν την εθνική Ακαδημία μουσικής. Η παρουσία ενός τόσο απαιτητικού φαντάσματος έκανε αυτή τη δουλειά πολύ δύσκολη πια».
«Φυσικά», είπε ο κύριος Πολινιύ με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα, «240.000 φράγκα δε βρίσκονται έτσι εύκολα, και φαντάζεστε τι μας κοστίζει η ενοικίαση του πρώτου θεωρείου No 5, που πρέπει να κρατιέται πάντα για το φάντασμα; Δίχως να λογαριάσουμε πως αυτά τα έξοδα δεν μπορούσαμε να τα δικαιολογήσουμε, αλλά έπρεπε να τα παρουσιάζουμε ως έσοδα! Έτσι, πληρώναμε απ' την τσέπη μας! Πραγματικά, δεν είναι δυνατόν να δουλεύουμε για τη συντήρηση των φαντασμάτων!… Προτιμάμε να φύγουμε!»
«Ναι», απάντησε ο κύριος Ντεμπιέν. «Προτιμάμε να φύγουμε! Πάμε λοιπόν!»
Σηκώθηκε.
Ο Ρισάρ είπε:
«Μα, επιτέλους, μου φαίνεται πως παραείσαστε καλοί μ' αυτό το φάντασμα. Αν εγώ είχα να κάνω μ' ένα τόσο ενοχλητικό φάντασμα δε θα δίσταζα να πω στην αστυνομία να το συλλάβει…»
«Μα πού; Πώς;» φώναξαν κι οι δυο με μια φωνή. «Δεν το 'χουμε δει ποτέ!»
«Κι όταν έρχεται στο θεωρείο του;»
«Ποτέ δεν το έχουμε δει στο θεωρείο του».
«Ε, τότε νοικιάστε το».
«Να νοικιάσουμε το θεωρείο του φαντάσματος της Όπερας! Καλά λοιπόν κύριοι, δοκιμάστε να το κάνετε εσείς!»
Σ' αυτό το σημείο βγήκαμε κι οι τέσσερις απ' το γραφείο. Ο Ρισάρ και γω ποτέ δεν είχαμε διασκεδάσει τόσο πολύ.
Ο ΑΡΜΑΝ Μονσαρμέν έγραψε τόσο ογκώδη απομνημονεύματα που, τουλάχιστον όσο αφορά την αρκετά μεγάλη περίοδο που υπήρξε διευθυντής της Όπερας, εύλογα μπορεί ν' αναρωτηθεί κανείς αν κάποτε έβρισκε χρόνο ν' ασχοληθεί με την Όπερα, με άλλον τρόπο εκτός από την καταγραφή των όσων συνέβαιναν εκεί. Ο κύριος Μονσαρμέν δεν είχε ιδέα από μουσική, αλλά είχε πολύ στενές σχέσεις με τον υπουργό Δημόσιας Επιμόρφωσης και Καλών Τεχνών. Είχε ασχοληθεί λίγο με τη δημοσιογραφία και ήταν κάτοχος μιας σημαντικής περιουσίας. Τέλος, ήταν ένα γοητευτικό αγόρι, που διόλου δεν του έλειπε η εξυπνάδα, αφού, όταν αποφάσισε να γίνει διευθυντής της Όπερας, διάλεξε για συνεργάτη του κάποιον που πραγματικά θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος ως διευθυντής: τον Φερμέν Ρισάρ.
Ο Φερμέν Ρισάρ ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός κι ένας ευγενικός άνθρωπος. Να τι γράφει γι' αυτόν, την εποχή που πήρε τη θέση του διευθυντή της Όπερας, η Θεατρική Επιθεώρηση. «Ο κύριος Φερμέν Ρισάρ είναι περίπου πενήντα χρονών, ψηλός, σωματώδης, χωρίς περιττό πάχος. Έχει αξιοπρέπεια, κύρος και πυκνά μαλλιά, κομμένα πολύ κοντά. Η γενειάδα του ενώνεται με τα μαλλιά του. Το ύφος και η φυσιογνωμία του έχουν κάτι το θλιμμένο, που ταιριάζει απόλυτα με το τίμιο βλέμμα του το οποίο συνοδεύεται από ένα γοητευτικό χαμόγελο.
»Ο κύριος Φερμέν Ρισάρ, είναι ένας μουσικός που ξεχωρίζει. Επιδέξιος στην αρμονία, γνώστης της αντίστιξης. Η μεγαλοπρέπεια είναι το κύριο χαραχτηριστικό των συνθέσεών του. Έχει γράψει μουσική δωματίου που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους ειδικούς. Μουσική για πιάνο, σονάτες και άλλα κομμάτια γεμάτα πρωτοτυπία, πολλές μελωδίες. Τέλος, έχει συνθέσει Το Θάνατο του Ηρακλή, που έχει παιχτεί στα κονσέρτα του Ωδείου. Είναι ένα έργο επικού ύφους και μας φέρνει στο νου τον Γκλουκ, έναν από τους σεβαστούς δασκάλους του κυρίου Φερμέν Ρισάρ. Ωστόσο, ενώ λατρεύει τον Γκλουκ αγαπά πολύ και τον Πουτσίνι. Ο κύριος Ρισάρ, αντλεί απόλαυση απ' όπου μπορεί. Γεμάτος θαυμασμό για τον Πουτσίνι υποκλίνεται μπρος στον Μέγιερμπερ, απολαμβάνει τον Τσιμαρόζα και κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει περισσότερο απ' αυτόν την αμίμητη ιδιοφυία του Βέμπερ. Τέλος, σε ότι αφορά τον Βάγκνερ, ο κύριος Ρισάρ υποστηρίζει πως υπήρξε ο πρώτος, αν όχι και ο μόνος, στη Γαλλία που τον κατάλαβε».
Читать дальше