Ο Ραούλ προσευχήθηκε για τον Ντααέ. Θλιμμένος και με τα αιώνια χαμόγελα των νεκροκεφαλών να στοιχειώνουν τις σκέψεις του, βγήκε απ' το νεκροταφείο. Ανηφόρησε την πλαγιά του λόφου και κάθησε στην άκρη του ξέφωτου που κοιτά από ψηλά τη θάλασσα. Ο άνεμος φυσούσε άγρια πάνω απ' την αμμουδιά σκιάζοντας τη φτωχή και λιγοστή φωτεινότητα της μέρας. Σιγά σιγά η μέρα έπεσε, αφήνοντας πίσω της μια πελιδνή γραμμή στον ορίζοντα. Τότε ο αέρας σταμάτησε. Παγωμένες σκιές έζωναν τον Ραούλ, αλλά αυτός δεν ένιωθε το κρύο. Η σκέψη του περιπλανιόταν στο έρημο κι εγκαταλειμμένο ξέφωτο· οι μνήμες τον πλημμύριζαν. Εκεί ερχόταν συχνά με τη μικρή Κριστίν, μετά το ηλιοβασίλεμα, για να δουν τα ξωτικά να χορεύουν, ακριβώς τη στιγμή που ανάτελλε το φεγγάρι. Αυτός όμως ποτέ δεν τα 'χε δει, αν και είχε πολύ καλά μάτια. Αντίθετα, η Κριστίν, που ήταν και λίγο μύωπας, έλεγε πως είχε δει πολλά. Μ' αυτή τη σκέψη χαμογέλασε και μετά ξάφνου σκίρτησε. Μια μορφή, μια συγκεκριμένη μορφή που έφτασε κει δίχως ν' ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος, έστεκε όρθια πλάι του κι έλεγε:
«Νομίζετε πως θα έρθουν απόψε τα ξωτικά;»
Ήταν η Κριστίν. Πήγε κάτι να πει. Εκείνη του 'κλείσε το στόμα με το γαντοφορεμένο χέρι της.
«Ακούστε με Ραούλ, αποφάσισα να σας πω κάτι πολύ σοβαρό, πάρα πολύ σοβαρό!»
Η φωνή της έτρεμε. Αυτός περίμενε.
Συνέχισε:
«Θυμάστε, Ραούλ, το θρύλο με τον Άγγελο της μουσικής;»
«Και βέβαια τον θυμάμαι!» είπε «και μάλιστα νομίζω πως είμασταν εδώ όταν ο πατέρας σας μας τον διηγήθηκε για πρώτη φορά».
«Ναι. Εδώ ήμασταν και όταν μου είπε: “Παιδί μου, όταν εγώ θάμαι στον ουρανό, θα στον στείλω”. Λοιπόν, Ραούλ, ο πατέρας μου βρίσκεται στον ουρανό και γω δέχτηκα την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής».
«Δεν το αμφισβητώ», βιάστηκε να πει σοβαρά ο νεαρός άντρας γιατί πίστευε πως η θρησκευτικότητα της Κριστίν την έκανε να συγχέει το πνεύμχ του πατέρα της με τον πρόσφατο θρίαμβό της.
Η Κριστίν ξαφνιάστηκε με την ψυχραιμία που ο υποκόμης ντε Σανιύ πληροφορήθηκε την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής.
«Μα, τι εννοείτε Ραούλ;» είπε πλησιάζοντας το χλομό της πρόσωπο τόσο κοντά στο πρόσωπο του νεαρού άντρα που αυτός για μια στιγμή, νόμισε πως θα τον φιλούσε · εκείνη όμως, το μόνο που ήθελε ήταν να διαβάσει μέσα στα σκοτάδια τα μάτια του.
«Εννοώ», απάντησε, «πως μια ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να τραγουδήσει έτσι όπως τραγουδήσατε εσείς εκείνο το βράδυ, παρά μόνο αν συμβεί κάποιο θαύμα, παρά μόνο αν κάπου υπάρχει η παρουσία τ' Ουρανού. Δεν υπάρχει δάσκαλος σ' όλη τη γη που να μπορεί να διδάξει παρόμοιους ήχους. Ακούσατε τον Άγγελο της μουσικής Κριστίν».
«Ναι» είπε ήρεμα και σοβαρά «μέσα στο καμαρίνι μου. Εκεί έρχεται και μου κάνει μάθημα καθημερινά».
Το ύφος που είχε όταν τα 'λεγε όλ' αυτά ήταν τόσο διεισδυτικό, εντυπωσιακό και αλλόκοτο, που ο Ραούλ την κοίταξε ανήσυχος, όπως κοιτάζει κανείς κάποιον που λέει κάτι το υπερβολικό ή κάποιον που πιστεύει πως το τρελό όραμα που γέννησε το φτωχό, άρρωστο μυαλό του υπήρξε στην πραγματικότητα. Η Κριστίν είχε τραβηχτεί προς τα πίσω κι έτσι ακίνητη δεν ήταν πια τίποτε άλλο από μια μικρή σκιά μέσα στη νύχτα.
«Στο καμαρίνι σας;» επανέλαβε σαν ηλίθια ηχώ.
«Ναι, εκεί τον άκουσα, και δεν ήμουνα η μόνη…»
«Ποιος άλλος τον άκουσε λοιπόν;»
«Μα, εσείς, φίλε μου».
«Εγώ; Εγώ άκουσα τον Άγγελο της μουσικής;»
«Ναι, εκείνο το βράδυ. Αυτός ήταν που ακούσατε να μιλάει πίσω απ' την πόρτα. Αυτός ήταν που μου είπε: “Πρέπει να μ' αγαπήσετε”. Νόμιζα πως ήμουν η μόνη που μπορούσαν' “ακούσω” τη φωνή του. Έτσι, τώρα μπορείτε να καταλάβετε την έκπληξή μου όταν, σήμερα έμαθα πως κι εσείς μπορείτε να την ακούσετε…»
Ο Ραούλ ξέσπασε σε γέλια, και ξάφνου, η νύχτα διαλύθηκε πάνω απ' το έρημο ξέφωτο και οι πρώτες αχτίδες του φεγγαριού ήρθαν να σκεπάσουν τους δυο νέους. Η Κριστίν γύρισε εχθρικά προς τον Ραούλ. Τα μάτια της, που συνήθως ήταν τόσο γλυκά, άστραφταν τώρα αγριεμένα.
«Γιατί γελάτε; Μήπως νομίζετε πως ακούσατε τη φωνή ενός ανθρώπινου πλάσματος;»
«Διάβολε!» απάντησε ο νέος που οι σκέψεις του άρχισαν να μπερδεύονται μπρος στη μαχητική στάση της Κριστίν.
«Εσείς, Ραούλ! Εσείς μου τα λέτε αυτά; Ο παλιός, παιδικός μου σύντροφος! Ο φίλος του πατέρα μου! Δε σας αναγνωρίζω. Μα τι νομίζετε λοιπόν! Εγώ είμαι μια τίμια κοπέλα, κύριε υποκόμη ντε Σανιύ και δεν υπάρχει περίπτωση να κλειστώ στο καμαρίνι μου μαζί μ' έναν άντρα! Αν ανοίγατε την πόρτα θα βλέπατε πως δεν υπήρχε κανείς!»
«Αυτό είναι αλήθεια! Όταν φύγατε άνοιξα αυτήν την πόρτα και δεν βρήκα κανέναν μέσα στο καμαρίνι!…»
Читать дальше